Η εφαρμογή, ήδη από το οικονομικό έτος 2024, της Οδηγίας για την Αναφορά Εταιρικής Βιωσιμότητας (CSRD – Corporate Sustainability Reporting Directive), είναι μια σταδιακή διαδικασία που απαιτεί από τις επιχειρήσεις να συντάσσουν Εκθέσεις σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Αναφοράς Βιωσιμότητας (ESRS – European Sustainability Reporting Standards). Η συγκεκριμένη οδηγία έχει ενσωματωθεί στα εθνικά δίκτυα, ενώ στην Ελλάδα εφαρμόζεται με τον νόμο 5164/2024, με σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας όσον αφορά τις πληροφορίες βιωσιμότητας, με την γνωστοποίηση αξιόπιστων και συγκρίσιμων στοιχείων, την διασφάλιση της πρόσβασης του κοινού σε αυτά και την προσαρμογή των ορίων κατάταξης των εταιρειών και των μεγάλων ομίλων στα σύγχρονα δεδομένα.
Στόχος είναι η επιβολή μιας ενιαίας δομής δημοσιοποιήσεων που θα καλύπτουν την συνολική εικόνα των επιπτώσεων, των κινδύνων και των ευκαιριών που συνδέονται με το περιβάλλον, την κοινωνία και την διακυβέρνηση.
Από τα βασικά βήματα για την εφαρμογής τους, πολύ κρίσιμη είναι η ανάλυση Διπλής Σημαντικότητας (Double Materiality) όπου γίνεται αξιολόγηση των ESG θεμάτων πάνω σε δύο βασικές κατευθύνσεις:
- Impact Materiality: η σημαντικότητα του αντίκτυπου της εταιρείας στους ανθρώπους και το περιβάλλον
- Financial Materiality: η σημαντικότητα του αντίκτυπου των θεμάτων βιωσιμότητας στη χρηματοοικονομική θέση, την απόδοση και τις ταμειακές ροές της εταιρείας
Η διπλή σημαντικότητα στην CSRD υποχρεώνει σε αυστηρή ιεράρχηση, με την διαμόρφωση ενός ευρύ καταλόγου θεμάτων βιωσιμότητας σύμφωνα με τον κλάδο και τη λειτουργία της επιχείρησης. Γίνεται διαβούλευση με τα εμπλεκόμενα μέρη, ώστε να αναδειχθούν οι πραγματικές προσδοκίες και οι ανησυχίες τους, ενώ η εταιρεία αναλύει τις δικές της αλυσίδες αξίας, τα μοντέλα παραγωγής και τα σημεία όπου εντοπίζονται προβλήματα. Η οικονομική ουσιαστικότητα αξιολογεί τους κινδύνους, καθώς και τα σενάρια που σχετίζονται με κλιματικούς, κοινωνικούς ή κανονιστικούς παράγοντες και διερευνά την επιρροή τους στα έσοδα, το κόστος, την φήμη και την πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια.
Για να διαμορφωθεί ένα πλήρες πλαίσιο διπλής σημαντικότητας προσαρμοσμένο σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση, χρειάζεται μια προσέγγιση που να συνδυάζει στρατηγική οξυδέρκεια με αυστηρή τεκμηρίωση. Το αρχικό βήμα είναι η χαρτογράφηση του επιχειρηματικού μοντέλου, πού δημιουργείται αξία και πού καταναλώνεται πόρος για να υπάρξει σοβαρή αξιολόγηση επιπτώσεων. Έτσι καλύπτονται οι βασικές λειτουργίες, οι κρίσιμες πρώτες ύλες, οι σχέσεις με την αλυσίδα αξίας και οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, ώστε να γίνει αντιληπτό το πραγματικό πεδίο επιρροής της εταιρείας.
Μόλις διαμορφωθεί το λειτουργικό υπόβαθρο, η επιχείρηση εξετάζει τους πιθανούς τομείς περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων. Απαιτείται διερεύνηση πραγματικών κινδύνων και ευκαιριών. Η αξιολόγηση εστιάζει στο πού η εταιρεία μπορεί να δημιουργεί επιβάρυνση, είτε μέσω εκπομπών, είτε μέσω κατανάλωσης φυσικών πόρων, είτε μέσω κοινωνικών παραγόντων όπως συνθήκες εργασίας, ανθρώπινα δικαιώματα ή επιδράσεις στις τοπικές κοινότητες. Η τεκμηρίωση βασίζεται σε δεδομένα, με ανάλυση μεγέθους, διάρκειας, μη αντιστρεψιμότητας και πιθανότητας εκδήλωσης κάθε επιρροής.
Στο οικονομικό σκέλος, η επιχείρηση εξετάζει πώς όλες αυτές οι μεταβλητές μεταφράζονται σε χρηματοοικονομικό ρίσκο ή μελλοντικές ευκαιρίες. Σημαντικές αλλαγές όπως στη νομοθεσία, στην μετατόπιση της καταναλωτικής συμπεριφοράς, αυξανόμενα κόστη ενέργειας, κλιματικές πιέσεις ή δυσλειτουργίες της αλυσίδας αξίας μπορούν να επηρεάσουν την κερδοφορία, τη ρευστότητα ή την κεφαλαιακή δομή.
Αφού διερευνηθούν οι δύο διαστάσεις, η επιχείρηση ενώνει τα ευρήματα σε ένα πλέγμα προτεραιοτήτων. Το σημείο αυτό είναι κρίσιμο, επειδή αναδεικνύει τι είναι πράγματι σημαντικό και τι όχι. Η προτεραιοποίηση γίνεται στη βάση σαφών κριτηρίων: το μέγεθος της επίδρασης, η πιθανότητα εκδήλωσης, ο ορίζοντας χρόνου, η σχέση με τη στρατηγική της εταιρείας και η δυνατότητα άσκησης επιρροής. Έτσι προκύπτει μια ολοκληρωμένη εικόνα στρατηγικής κατεύθυνσης.
Το τελικό στάδιο αφορά την ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων στη διοίκηση. Αυτό σημαίνει ενεργή διασύνδεση με τον επιχειρηματικό σχεδιασμό. Η εταιρεία αναθεωρεί πολιτικές, επενδυτικές προτεραιότητες, διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και μηχανισμούς παρακολούθησης. Η αξιολόγηση πρέπει να ανανεώνεται περιοδικά, επειδή το περιβάλλον αλλάζει και οι κίνδυνοι μεταμορφώνονται.
Η μετάβαση απαιτεί εσωτερική οργάνωση καταγραφής και αξιοποίησης των δεδομένων βιωσιμότητας λόγω του όγκου και της πολυπλοκότητάς τους. Πρόκειται για μετασχηματισμό σε βάθος όσον αφορά την κουλτούρα, την ενδοεταιρική συνεργασία και τη συνεχή βελτίωση.
Η μεγάλη ευκαιρία που παρουσιάζεται είναι η ελκυστικότητα σε "πράσινα επενδυτικά κεφάλαια" κάτι που αποτελεί και την ουσία του Sustainable Finance (Χρηματοοικονομικής Βιωσιμότητας) μέσα σε ένα οικοσύστημα “υπεύθυνων” και “βιώσιμων” επενδύσεων. Η Βιώσιμη Ανάπτυξη χρειάζεται χρηματοδότηση, και επιβάλλεται κάθε οργανισμός και επιχείρηση να λειτουργεί στα πλαίσια του Sustainable Finance. Ο ρόλος του είναι εξαιρετικά σημαντικός στο παραγωγικό μοντέλο, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρεωτικότητα της Διπλής Σημαντικότητας. Επομένως, η χρηματοδότηση της “αειφόρου ανάπτυξης” οδηγεί αναπόφευκτα στην ανακατεύθυνση των κεφαλαίων σε οικονομικές δραστηριότητες που προσαρμόζουν τις δραστηριότητές τους κατανοώντας και εφαρμόζοντας την βιωσιμότητα στη βάση του European Green Deal.