ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Τα ψυχικά τραύματα που έπονται αρνητικών γεγονότων ζωής και οι απώλειες αγαπημένων προσώπων αποτελούν καταστάσεις με τις οποίες πρέπει να συνδιαλλαγούν οι ενήλικες αλλά και τα παιδιά. Η διαταραχή μετατραυματικού στρες, οι συνέπειες του διαζυγίου στη ζωή του παιδιού και η σχέση του παιδιού με το θάνατο είναι σημαντικά θέματα που οφείλουν να αντιμετωπισθούν έγκαιρα γιατί μπορεί να καθορίσουν την αναπτυξιακή πορεία του παιδιού.
Διαταραχή μετατραυματικού στρες (ΔΜΤΣ)
Η ετοιμολογία της λέξης τραύμα παραπέμπει στο ρήμα τιτρώσκω που σημαίνει διατρυπώ, προκαλώ λύση της συνέχεια. Το τραύμα στην ιατρική- χειρουργική επιστήμη χρησιμοποιείται ευρέως όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε συνέπειες που έχει στον οργανισμό μια κάκωση που προκύπτει από εξωτερικούς παράγοντες.
Ο ίδιος όρος στην ψυχιατρική, αναφέρεται στις συνέπειες στο σύνολο της ψυχικής οργάνωσης μετά από κάποιο εξωτερικό συμβάν που προκάλεσε βίαιο κλονισμό, ρήξη-λύση της συνέχειας της ψυχικής ζωής του ατόμου.
Η διαταραχή μετατραυματικού στρες στα παιδιά (ΔΜΤΣ)
Με τον όρο ψυχοτραυματικό γεγονός αναφερόμαστε σε οτιδήποτε ακραίο απειλεί την ζωή του παιδιού και προκαλεί άμεσες σοβαρές ψυχολογικές συνέπειες και προβλήματα προσαρμογής αργότερα.
Οι τραυματικές καταστάσεις και γεγονότα επηρεάζουν τον τρόπο που τα παιδιά οργανώνουν και επεξεργάζονται πληροφορίες. Οι μεταβολές που προκαλούνται εκφράζονται στον τρόπο που τα παιδιά σκέφτονται, αισθάνονται, συμπεριφέρονται και ρυθμίζουν τα βιολογικά τους συστήματα και συνδέονται με την ανάπτυξη μακροχρόνιων ψυχικών διαταραχών.
Ένα τραυματικό γεγονός μπορεί να είναι μεμονωμένο ή επαναλαμβανόμενο.
Η Terr (1991) διακρίνει τραύματα:
α) Τύπου Ι: αιφνίδιο, απρόβλεπτο, στερογόνο (που μπορεί να επαναληφθεί)
β) Τύπου ΙΙ: χρόνιο, αναμενόμενο, επαναλαμβανόμενο π.χ κακοποίηση
Τραυματικά γεγονότα και καταστάσεις που οδηγούν σε ΔΜΤΣ στη παιδική ηλικία μπορεί να είναι πολεμικές συρράξεις, μετανάστευση, εγκληματικές επιθέσεις, απαγωγές, τρομοκρατικές επιθέσεις, ατυχήματα και φυσικές καταστροφές.
Κλινική εικόνα
Από τις διάφορες επιδημιολογικές μελέτες φαίνεται ότι τα παιδιά και οι έφηβοι είναι σε αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν ψυχική διαταραχή μετά την έκθεση τους σε κάποιο τραυματικό γεγονός. Υπήρξε όμως δυσκολία προσδιορισμού των διαγνωστικών κριτηρίων της διαταραχής του μετατραυματικού στρες κατά την παιδική ηλικία. Πολλά από τα συμπτώματα απαιτούν ικανότητες λεκτικής περιγραφής συναισθημάτων και καταστάσεων, την οποία δεν διαθέτουν τα μικρότερα παιδιά.
Η κλινική εικόνα της ΔΜΤΣ διαφοροποιείται ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο, την ηλικία και την ωριμότητα του παιδιού. Διαφέρει επίσης ανάλογα με την χρονική απόσταση από το τραύμα και το πολιτισμικό περιβάλλον του παιδιού, που άλλοτε ευοδώνει ή δυσχεραίνει την έκφραση των συμπτωμάτων.
Η εμφάνιση γενικευμένων φόβων καθώς και τα έντονα άγχη αποχωρισμού ή άγχος προς τα ξένα πρόσωπα, , η αποφυγή καταστάσεων που μπορεί να αναφέρονται στο τραύμα, η έντονη ανησυχία με συγκεκριμένες λέξεις ή σύμβολα που μπορεί να σχετίζονται με το τραύμα διαταραχές ύπνου, διαταραχές διατροφής και η απώλεια κάποιων ήδη κατακτημένων αναπτυξιακών δεξιοτήτων (όπως η εκμάθηση της τουαλέτας) αποτελούν μέρος των συμπτωμάτων της διαταραχής μετατραυματικού στρες που μπορεί να εμφανίσουν τα μικρά παιδιά.. Στο παιχνίδι των παιδιών μπορεί να επαναλαμβάνονται στοιχεία ή καταστάσεις άμεσα σχετιζόμενες με το τραύμα. Μπορεί επίσης να παρουσιαστούν νέοι φόβοι μη σχετιζόμενοι με το τραύμα, όπως φόβος στο σκοτάδι.
Τα παιδιά σχολικής ηλικίας μπορεί επίσης να εκφράζουν την επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος στο παιγνίδι είτε με μορφή πράξεων που μπορεί να συνδέονται με τη τραυματική συνθήκη. Παρουσιάζουν διαταραχές ύπνου (αϋπνία, εφιάλτες), ευερεθιστότητα, θυμό, δυσκολίες συγκέντρωσης και προβλήματα μνήμης που δυσχεραίνουν την απόδοση τους στο σχολείο. Μπορεί να εκδηλώσουν περιορισμένο συναίσθημα και κοινωνική αποφυγή με απόσυρση από τις συνήθεις τους δραστηριότητες. Ειδικότερα σ’αυτή την ηλικία φαίνεται να βιώνουν «χρονικές ασυμμετρίες» (δηλαδή να αλλοιώνουν τη χρονική ακολουθία των γεγονότων που σχετίζονται με τη τραυματική συνθήκη), καθώς επίσης και το σχηματισμό «οιωνών» (πεποιθήσεων δηλαδή ότι υπήρχαν κάποια προειδοποιητικά σημάδια για το γεγονός ), κάτι που συνεπάγεται ένα αυξημένο επίπεδο εγρήγορσης για την αποφυγή μελλοντικών ενδεχόμενων τραυματισμών.
Οι έφηβοι παρουσιάζουν περίπου ίδια συμπτώματα με τους ενήλικες, όπως την αναβίωση του γεγονότος με παρεισφρητικές σκέψεις (flashbacks) που εισβάλουν οποιαδήποτε στιγμή ή παρακαλούνται από ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Εμφανίζουν επίσης αποφυγή καταστάσεων που σχετίζονται με το γεγονός και κοινωνική απόσυρση. Παρουσιάζουν διαταραχές ύπνου, εφιάλτες, υπερδιέγερση, έντονο άγχος που μπορεί να οδηγήσει σε κρίσεις πανικού και χρήση ουσιών
Οι έφηβοι που βίωσαν επαναλαμβανόμενα ψυχοτραυματικά γεγονότα μπορεί να παρουσιάσουν διασχιστικές αντιδράσεις όπως αμνησία γύρω από σημαντικές πλευρές του τραύματος, αποπροσωποίηση, αποπραγματοποίηση και επιθετική συμπεριφορά
Προγνωστικοί παράγοντες
Πολυπληθείς είναι οι παράγοντες κινδύνου αλλά και οι προστατευτικοί παράγοντες που διαμορφώνουν την απάντηση του παιδιού σε ένα εξωτερικό τραυματικό γεγονός.
Συγκεκριμένοι παράγοντες και χαρακτηριστικά του παιδιού όπως η ηλικία του και το εξελικτικό του επίπεδο όταν το τραύμα συμβαίνει, ο τύπος του τραύματος, η συχνότητα, η διάρκεια και η σφοδρότητα της τραυματικής συνθήκης έχει αποδειχθεί πως επηρεάζουν καταλυτικά τις συνέπειες του τραύματος.
Αναλυτικότερα:
Α) Παράγοντες που σχετίζονται με το συμβάν και την έκθεση σε αυτό:
- Τα γεγονότα που προκαλούνται από τον άνθρωπο θεωρούνται περισσότερο τραυματικά από τις φυσικές καταστροφές
- Το μαζικό τραύμα/ μεγάλες καταστροφές στην κοινότητα έχει συνέπειες που εξαρτώνται κατά πολύ από την ποιότητα του δεσμού παιδιού-φροντιστής και κινητοποιεί σε μεγάλο βαθμό την παροχή υποστήριξης. Όμως μπορεί να ελαττώνει κατά πολύ τους διαθέσιμους πόρους και συχνά καλεί τα παιδιά να αναλάβουν ρόλο ενήλικα.
- Υπάρχει διαφορά αν η έκθεση στο τραυματικό γεγονός είναι άμεση (φυσική παρουσία, άμεση θυματοποίηση, μαρτυρία) ή έμμεση (άκουσμα συμβάντος από άλλον ή από ΜΜΕ κ.α)
- Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ έκθεσης και συμπτωματολογίας δηλαδή μεγαλύτερη έκθεση στο τραύμα σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα συμπτωμάτων τόσο αμέσως μετά την έκθεση στο γεγονός όσο και αργότερα (σχέση δόσης-απάντησης)
- Πολλαπλές ή όχι μορφές έκθεσης (ύπαρξη προηγούμενου τραύματος όπου οι πολλαπλές μορφές αυξάνουν κατά πολύ τον κίνδυνο ανάπτυξης συμπτωμάτων ΔΜΤΣ).
- Οι δευτερογενείς αντιξοότητες που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός π.χ εκτοπισμός, επανατοποθέτηση, οικονομική απώλεια, απώλεια ιδιοκτησίας, οικογενειακά και κοινωνικά προβλήματα, απώλεια διαπροσωπικών δικτύων υποστήριξης επηρεάζουν την ανάπτυξη των συμπτωμάτων ΔΜΤΣ.
Β) Παράγοντες που σχετίζονται με το θύμα
- φύλο: τα κορίτσια αναπτύσσονται ευκολότερα ΔΜΤΣ διαταραχή από ότι τα αγόρια
- Προνοσειρά χαρακτηριστικά ή προυπάρχουσα ψυχοπαθολογία του παιδιού π.χ ΔΕΠΥ, άγχος, κατάθλιψη αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες
- η νοημοσύνη του παιδιού μπορεί άλλοτε να παίξει προστατευτικό ρόλο και άλλοτε όχι
Γ). Οικογενειακοί παράγοντες:
- η αντιμετώπιση του τραυματικού γεγονότος (γονεικές αντιδράσεις στο τραύμα) και τα συμπτώματα των γονέων μετά το τραύμα. Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της παιδικής και γονεικής συμπτωματολογίας αν και οι αντιδράσεις του παιδιού δεν είναι πάντα παράλληλες με αυτές των γονιών τους.
- η σχέση γονέα-παιδιού είναι σημαντική για την αντίδραση στο τραύμα όπως η προσαρμοστικότητα της οικογένειας και η συνοχή της οικογένειας
-η ψυχοπαθολογία των γονέων π.χ οι καταθλιπτικοί ή οι αγχώδεις γονείς αποτελούν παράγοντα κινδύνου
Δ) Κοινωνικοί Παράγοντες
- διατάραξη της κοινότητας
- πολιτισμικοί παράγοντες (θρησκεία, κουλτούρα, μορφωτικό επίπεδο κ.α)
- δυνατότητα πρόσβασης της οικογένειας σε δίκτυα κοινωνικής στήριξης
- το επίπεδο διαβίωσης της κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων της ύπαρξης γειτονιάς, των ασφαλών σχολείων, του συστήματος υγείας καθώς και άλλων παραγόντων στήριξης και προστασίας του ατόμου θεωρούνται προστατευτικοί παράγοντες στην αντιμετώπιση του τραύματος
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Η θεραπεία στοχεύει στην αλλαγή της αντίληψης που έχει το παιδί για τον εαυτό του σαν θύμα και την αποκατάσταση πιθανόν διαστρεβλωμένων αντιλήψεων για τα τραυματικά γεγονότα. Ο θεραπευτής οφείλει να σεβαστεί τους ρυθμούς του παιδιού, να μην είναι καθόλου παρεμβατικός και να παρακολουθεί την εξέλιξη της θεραπείας μέσα από τα παιγνίδια και τη ζωγραφική του παιδιού.
Ποικίλες θεραπευτικές προσεγγίσεις έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της ΔΜΣ στη παιδική ηλικία όπως η ατομική ψυχοδυναμική θεραπεία, η γνωσιακή συμπεριφορική, η θεραπεία οικογένειας , παρεμβάσεις στο σχολικό πλαίσιο και τέλος φαρμακοθεραπεία.
Υπάρχουν λίγες μελέτες για τη σύγκριση των διαφόρων προτεινόμενων μοντέλων θεραπείας χωρίς να υπάρχει ουσιαστική υπεροχή του ενός έναντι του άλλου. Οι πλέον συχνά χρησιμοποιούμενες αποτελούν ένα συνδυασμό Γνωσιακής-Συμπεριφεριολογικής Θεραπείας. Στοχεύουν στη διαχείριση του άγχους, την αντιμετώπιση του θυμού και ορισμένες προτείνουν παρεμβάσεις που βασίζονται στην έκθεση και την εξοικείωση.
Συνολικά είναι παραδεκτό ότι η διαπροσωπική προσέγγιση που εστιάζει στο τραύμα έχει μεγαλύτερη αξία παρά το χρησιμοποιούμενο μοντέλο.
Η θεραπεία οικογένειας βοηθάει τους γονείς στην επίλυση των δικών τους συναισθηματικών δυσκολιών και κατ’επέκταση στην αναγνώριση των αναγκών των παιδιών. Προτείνεται επίσης ψυχοεκπαίδευση που το παιδί και οι γονείς εκπαιδεύονται στο να αναγνωρίζουν τα συμπτώματα της ΔΜΤΣ και να παρακολουθούν την πορεία τους.
Σε περιπτώσεις με πολλαπλά θύματα, π.χ. μετά κάποια φυσική καταστροφή ή μαζική βία, η ομαδική ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι εξαιρετικά βοηθητική. Τα σχολεία παρέχουν το χώρο και τη δυνατότητα παρέμβασης σε ομάδες μαθητών για το χειρισμό των τραυματικών εμπειριών. Η επικοινωνία με άλλους που έχουν βιώσει το ίδιο τραυματικό γεγονός μπορεί να είναι ανακουφιστική για τα παιδιά που πιστεύουν στην μοναδικότητα της δικής τους εμπειρίας. Η παρέμβαση στα σχολεία δίνει επίσης τη δυνατότητα ανίχνευσης παιδιών που χρειάζονται ατομική ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση.
Το διαζύγιο στη ζωή του παιδιού
Ο όρος διαζύγιο είναι νομικός όρος και σημαίνει τη λύση του γάμου με δικαστική απόφαση. Συνέπεια αυτής της απόφασης είναι η παύση της οικογενειακής συμβίωσης και ο σχηματισμός μιας νέας οικογένειας που περιλαμβάνει συνήθως τη μητέρα και τα παιδιά ενώ ο πατέρας αποχωρεί. Το διαζύγιο αποτελεί επίσης το κλείσιμο μιας πορείας ταραγμένων συζυγικών σχέσεων, το τέλος εντάσεων, καβγάδων και πολλαπλών κρίσεων μέσα στην οικογένεια.
Το διαζύγιο σηματοδοτεί μια μεγάλη απώλεια στη ζωή του παιδιού, που περιλαμβάνει την πατρική αποστέρηση αλλά και την ξαφνική αλλαγή της οικογενειακής ζωής. Τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε τραυματικούς στρεσογόνους παράγοντες και η αντίδραση τους ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία και τον χαρακτήρα τους.
Oι γονείς φθάνουν στην απόφαση του διαζυγίου μετά από μια επώδυνη πορεία. Ο καθένας αντιδράει στις υπάρχουσες συζυγικές δυσκολίες ανάλογα με τον χαρακτήρα του, τις εμπειρίες του και τα βιώματα των παιδικών του χρόνων. Οι συνθήκες δεν είναι εύκολες για κανένα και κανείς δεν βγαίνει ικανοποιημένος από ένα διαζύγιο. Το διαζύγιο σημαίνει αποτυχία και για τους δύο συζύγους και για τον κοινό σκοπό με τον οποίο ξεκίνησαν, την δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας.
Η οικογένεια ως θεσμός συναντάται σε όλες τις μορφές της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων. Διαφοροποιείται ανάλογα με την εποχή και το πολιτισμικό περιβάλλον αλλά αυτό που θεωρείται ως πυρηνική οικογένεια παραμένει σταθερό. Στη σημερινή εποχή στη πλειονότητα των περιπτώσεων οι δύο σύζυγοι έχουν ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα και τείνουν να μοιράζονται τις εξουσίες και τις ευθύνες μέσα στην οικογένεια. Η οικογένεια οφείλει να καλύψει όλες τις ανάγκες υλικές και ψυχολογικές των παιδιών, να τα φροντίσει και να τα προστατέψει μέχρι να γίνουν ανεξάρτητα άτομα.
Ως ομάδα συγκροτημένη, η οικογένεια έχει τη δική της δυναμική, που προσδιορίζεται από έντονες συναισθηματικές σχέσεις και δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της. Αποτελεί ένα κλειστό σύστημα και το βαθύ συναισθηματικό δέσιμο των μελών της, την κάνει να αντιστέκεται στις αλλαγές. Είναι ιδιαίτερα δύσκολες και δραματικές οι ανακατατάξεις των δυναμικών, των ρόλων, των στάσεων και των συναισθημάτων όταν λόγω του διαζυγίου επέλθει μια μεταβολή στη συγκρότησή της.
Φυσιολογικές αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο
Το διαζύγιο και η διάλυση της οικογένειας του είναι μια από τις χειρότερες εμπειρίες στη ζωή του παιδιού. Το παιδί για αρκετό καιρό ζει σ’ένα διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον και έχει να αντιμετωπίσει τις έντονες διαμάχες που πολλές φορές συνοδεύονται από βίαια ξεσπάσματα του ενός ή του άλλου γονιού. Οι γονείς σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση είναι ελάχιστα διαθέσιμοι για να ακούσουν και να καλύψουν τις δικές του ανάγκες. Η αποχώρηση του ενός γονέα σημαίνει τροποποίηση της οικογενειακής ζωής και των συνηθειών της. Συχνά υπάρχει αλλαγή κατοικίας που σημαίνει ρήξη των δεσμών του παιδιού με το κοινωνικό περιβάλλον της γειτονιάς και κυρίως αλλαγή σχολείου. Οικονομικά προβλήματα που προηγουμένως δεν υπήρχαν μπορεί να δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο αυτή τη μετάβαση. Η στάση του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος απέναντι στα παιδιά των χωρισμένων γονιών ποικίλλει από υπερπροστασία μέχρι απόρριψη. Γενικότερα το παιδί πρέπει να βρει νέες ισορροπίες και να ενσωματώσει μια νέα κοινωνική ταυτότητα.
Επιστρατεύει σ’αυτή τη διαδικασία όλες τις δυνάμεις του και ορισμένες από τις αντιδράσεις του αν και φαίνονται ανησυχητικές είναι στην πραγματικότητα αμυντικές διεργασίες με σκοπό τη προσαρμογή στη νέα κατάσταση. Μπορεί π.χ. να αντιδράσει με επιθετικότητα που δεν είναι κατανοητή από το περιβάλλον σ’αυτή τη διεργασία αποδόμησης των σταθερών παραμέτρων της ζωής του που
Ορισμένα παιδιά κατασκευάζουν ένα προστατευτικό κέλυφος και δείχνουν σχετικά αδιάφορα στην οικογενειακή κατάσταση. Αναπτύσσουν τις ικανότητες τους και επενδύουν σε εξω-οικογενεικές δραστηριότητες (σχολείο, σπορ). Φαίνονται να διαθέτουν εξαιρετική ωριμότητα και κάνουν εύλογη κριτική στη στάση και τη συμπεριφορά των γονιών τους.
Άλλα παιδιά λιγότερο δραστήρια και περισσότερο εσωστρεφή, έχουν την τάση να αποτραβιούνται από την πραγματικότητα. Βυθίζονται στην ονειροπόληση και στην φαντασίωση της επανένωσης των γονιών τους. Δεν παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς και επειδή δεν ενοχλούν εγκαταλείπονται συναισθηματικά απο τους ενηλίκους που είναι απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα.
Ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών του διαζυγίου
Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές οι αντιδραστικές συμπεριφορές ξεπερνούν τα όρια του φυσιολογικού και εκλύουν συμπτωματολογία που παραπέμπει σε παθολογικές κλινικές εικόνες. Δεν υπάρχει όμως χαρακτηριστική κλινική εικόνα ειδική του διαζυγίου. Διαφορετικές διαταραχές μπορεί να παρατηρηθούν ανάλογα με την προσωπικότητα του παιδιού, το φύλο και την εξελικτική φάση (ηλικία) στην οποία βρίσκεται κατά το χρόνο που επισυμβαίνει το διαζύγιο. Τα προβλήματα των παιδιών δεν προκαλούνται μόνο κατ’ευθείαν από το διαζύγιο. Σημαντικοί παράγοντες που επίσης παίζουν ρόλο είναι η σφοδρότητα της σύγκρουσης των γονέων, η γονική ψυχοπαθολογία, η μείωση του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, η αλλαγή του τρόπου ζωή και ανατροφής των παιδιών και τα χαμηλά επίπεδα κοινωνικής υποστήριξης.
Η συσχέτιση των ψυχολογικών επιπτώσεων ανάλογα με την ηλικία των παιδιών έδωσε ενδιαφέρουσες κλινικές παρατηρήσεις:
Στην προσχολική ηλικία, σε παιδιά, 2,5 ως 5 ετών, παρατηρήθηκαν ανασφάλεια, άγχος αποχωρισμού, φόβος ότι θα πάθουν κακό, φόβος θανάτου των γονέων, ανάγκη συντροφιάς και φροντίδας από άλλους.
Τα μικρά παιδιά μπορεί επίσης να παλινδρομήσουν και να παρουσιάσουν απώλεια ελέγχου σφικτήρων, τραυλισμό, διαταραχές του ύπνου (νυκτερινοί τρόμοι , εφιάλτες) και της διατροφής ή γενικότερα να υιοθετήσουν προηγούμενες συμπεριφορές. Εκδηλώνουν επιθυμία να κοιμούνται με τον γονέα που μένει σπίτι και δυσκολεύονται για οποιονδήποτε λόγο να τον αποχωριστούν. Παρατηρείται επίσης πτώση στις δραστηριότητες και αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς.
Οι διαταραχές είναι πιο σημαντικές όταν δεν έχει δοθεί εξήγηση για την απουσία του πατέρα ή όταν η μητέρα παρουσιάζει κατάθλιψη μετά το διαζύγιο
Στην σχολική ηλικία, η επίδραση της τραυματικής εμπειρίας του διαζυγίου φαίνεται κατ’ αρχή στη σχολική επίδοση. Παιδιά τα οποία ήταν καλοί μαθητές παύουν να ενδιαφέρονται για τα μαθήματα του σχολείου ή παρουσιάζουν δυσκολία να συγκεντρωθούν και να διαβάσουν. Η συμπεριφορά τους παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις, μπορεί να είναι υπερβολικά υπάκουα ή έντονα προκλητικά. Εκδηλώνουν κρίσεις θυμού, λένε ψέματα ή καταστρέφουν αντικείμενα. Παρατηρείται έντονο άγχος με προβλήματα αποχωρισμού από οικεία πρόσωπα και αστάθεια του συναισθήματος. Τα προβλήματα εκδηλώνονται εντονότερα όταν το διαζύγιο συνοδεύεται από βία ή όταν υπάρχει αδιαφορία για το παιδί εκ μέρους του πατέρα.
Στην εφηβεία το διαζύγιο διαταράσσει και βάζει εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη των διεργασιών αυτής της ευαίσθητης αναπτυξιακής περιόδου. Η συχνότερη, συνειδητή αντίδραση των εφήβων είναι να αποσυρθούν και αποστασιοποιηθούν. Για τον έφηβο είναι πολύ δύσκολο να πάρει θέση και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αναθεώρησης των δεσμών του με τους γονείς του. Συνήθως διαπιστώνεται απαξίωση των οικογενειακών αξιών και υποτίμηση των γονέων. Οι γονεϊκές εικόνες χάνουν έτσι την οργανωτική τους δύναμη για την προσωπικότητα του εφήβου
Για μερικούς εφήβους, το διαζύγιο μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει να ανασκευάσουν τις μνήμες που έχουν από την περασμένη οικογενειακή τους ζωή και να πενθήσουν αυτό που νόμιζαν ότι αποτελούσε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Συχνές είναι οι καταθλιπτικές αντιδράσεις και η χαμηλή αυτό-εκτίμηση με τα κορίτσια να παρουσιάζουν περισσότερα καταθλιπτικά συμπτώματα στην εφηβεία και στην αρχή της ενήλικης ζωής.
Στην έρευνα των Kelly και Wallenstein, μελετήθηκαν με ψυχαναλυτική προσέγγιση οι αντιδράσεις των παιδιών ηλικίας 7-8 ετών που είχαν ζήσει των διαζύγιο των γονιών τους. Περισσότερα από τα μισά παιδιά εξέφρασαν τη λύπη τους άμεσα ενώ για ορισμένα η κατάθλιψη καταλάμβανε όλη τη ψυχική τους λειτουργία και ο κόσμος τους φαινόταν να είναι γεμάτος από σύμβολα καταστροφής, κενού και απώλειας . Ορισμένα παιδιά προσπάθησαν να αρνηθούν την οδύνη τους λεκτικά, αλλά μέσα από το παιχνίδι και το σχέδιο, αναδύθηκαν πολύπλοκοι μηχανισμοί άμυνας. Λίγα παιδιά φάνηκε να αντιδρούν ενοχικά ότι δηλ. αυτά είχαν προκαλέσει το διαζύγιο ή ότι ήταν ολοκληρωτικά υπεύθυνα για τον χωρισμό των γονιών τους. Αντίθετα στη σχέση με τον πατέρα που έφυγε, παρατηρήθηκε έντονο συναίσθημα απώλειας και εγκατάλειψης. Μερικά μικρότερα παιδιά, κυρίως αγόρια, επιθυμούσαν η μητέρα τους να ξαναπαντρευτεί, εκδηλώνοντας μ’αυτό το τρόπο την έντονη την ανάγκη για την παρουσία πατέρα Απέναντι στη μητέρα παρατηρήθηκε θυμός ειδικά όταν την θεωρούσαν υπεύθυνη για την αποχώρηση του πατέρα από το σπίτι. Συχνά, ο θυμός αυτός μέσα από το μηχανισμό της μετάθεσης, εμφανιζόταν ενάντια σε αδέλφια, φίλους ή δασκάλους.
Η στάση των γονέων
Μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους που καθορίζει τις επιπτώσεις της διάλυσης της οικογένειας στα παιδία είναι η στάση των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο.
Οι γονείς έχουν την υποχρέωση να προστατεύσουν το παιδί και να το απομακρύνουν από τις συγκρούσεις και τις βίαιες καταστάσεις που πιθανόν υπάρχουν στην οικογένεια. Το πιο σοβαρό λάθος είναι η εκμετάλλευση του παιδιού, η τοποθέτησή του στο μέσο της δίνης που παρασύρει τους ίδιους και η προσπάθεια κάθε γονέα να χρησιμοποιήσει το παιδί για δικό του συμφέρον
Η Συμβουλευτική γονέων αποτελεί μια προληπτική παρέμβαση που έχει στόχο να περιορίσει στο μέτρο του δυνατού τις συνέπειες του διαζυγίου στο παιδί
Το πρώτο ερώτημα που συνήθως τίθεται αφορά την ανακοίνωση του διαζυγίου. Οι εξηγήσεις που θα δοθούν στο παιδί θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο κοντά στην αλήθεια. Καλό είναι να τονισθεί ότι πρόκειται για μια κοινή απόφαση που αφορά μόνο τους γονείς. Τα παιδία ιδίως μικρότερης ηλικίας, έχουν την τάση να ερμηνεύουν τα πάντα με επίκεντρο τον εαυτό τους. Έτσι συχνά βιώνουν το διαζύγιο σαν εγκατάλειψη, απόρριψη ή ενοχοποιούνται ότι είναι κακά παιδιά και γι’ αυτό ο γονέας που έφυγε δεν τα αγαπά. Τα μεγαλύτερα παιδία μπορούν να καταλάβουν τις δυσμενείς συνέπειες που έχει για τους ενήλικες ένας αποτυχημένος γάμος και να αντιληφθούν τους πραγματικούς λόγους του διαζυγίου χωρίς να πιστεύουν ότι ο χωρισμός γίνεται εξ αιτίας τους.
Ο χωρισμένος γονιός πρέπει να μην ξεχνά ότι η εκδήλωση οποιασδήποτε μορφής εχθρότητας και η εκτόξευση κατηγοριών προς τον πρώην σύζυγο τρομάζουν και στεναχωρούν το παιδί.
Σημαντικό είναι η επαφή με τον γονέα που φεύγει να συνεχίσει να είναι συχνή. Η επαφή αυτή πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τη ζήλια και τον ανταγωνισμό που μαστίζουν τις σχέσεις των γονέων μετά το διαζύγιο με σκοπό τη μονοπώληση της αγάπης και της αφοσίωσης του παιδιού. Οι επισκέψεις πρέπει να είναι σαφείς, καθορισμένες και συνεπείς όσον αφορά την ημέρα και την ώρα. Το παιδί που περιμένει τον γονέα ο οποίος δεν έρχεται βλέπει τους φόβους της εγκατάλειψης να επιβεβαιώνονται και βυθίζεται σε πραγματική απελπισία.
Αν υπάρχουν αδέλφια δεν θα πρέπει να χωρίζονται τις μέρες των επισκέψεων. Τη στιγμή του διαζυγίου τα άλλα μέλη της οικογένειας γίνονται ακόμη πιο σημαντικά. Οι σχέσεις των αδελφών ισχυροποιούνται και τα αδέλφια προστατεύονται μεταξύ τους από τυχόν αυθαιρεσίες των γονέων και από το άγχος του αποχωρισμού.
Τα ζητήματα πειθαρχίας είναι ένα άλλο θέμα που δεν πρέπει να παραβλεφθεί για τα παιδιά του διαζυγίου. Ο γονέας με τον οποίο μένουν μαζί έχει συνήθως την τάση υπερπροστασίας και χαλάρωσης των κανόνων πειθαρχίας για να απαλύνει τον πόνο και το stress του παιδιού. Οι διαζευγμένες μητέρες ανησυχούν ιδιαίτερα μήπως δεν μπορέσουν να επιβάλλουν την πειθαρχία σ’ ένα αγόρι, λόγω της έλλειψης του αντρικού προτύπου.
Οι γονείς καλύπτοντας τις δικές τους προσωπικές ανάγκες πολλές φορές ικανοποιούν αυτές τις επιθυμίες. Στερούν όμως από το παιδί τη δυνατότητα να αναπτύξει την ανεξαρτησία του και να καλλιεργήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Οι στενές σχέσεις με τον γονέα του αντίθετου φύλου χωρίς την εξισορροπητική συμβολή του τρίτου προσώπου αντενδείκνυνται κυρίως στην εφηβεία.
Τα περισσότερα παιδιά έχουν ανάγκη από σταθερά όρια και κανόνες πειθαρχίας. Σε μια φάση της ζωής τους που νοιώθουν ότι τα πάντα αλλάζουν γύρω τους, η πειθαρχία αποτελεί μια ασφαλή βάση για να μπορέσουν να κυριαρχήσουν στο άγχος τους και να συνεχίσουν να τα καταφέρνουν στις σχολικές τους επιδόσεις και την κοινωνική τους ζωή. Το ιδανικό θα είναι οι ίδιοι κανόνες και οι ίδιες συνήθειες να κρατιούνται στα σπίτια και των δυο γονέων.
Τα προβλήματα του παιδιού ίσως ενταθούν όταν ο γονέας ξαναπαντρευτεί. Το νέο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί εισβολέας και το παιδί να βιώσει μια νέα εγκατάλειψη. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και υπομονή εκ μέρους του γονέα για να κάνει αποδεκτή τη νέα κατάσταση χωρίς να νοιώσει το παιδί ότι περνάει σε δεύτερη μοίρα. Πρέπει επίσης να διαφυλαχθεί η θέση του άλλου φυσικού γονέα, ο οποίος θα είναι πάντα μια παρουσία στη ζωή της μικτής οικογένειας. Σε όσο καλύτερο επίπεδο διατηρηθεί η σχέση των δυο πρώην συζύγων, τόσο λιγότερο είναι το stress και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το παιδί.
Τέλος ένας σημαντικός παράγων για τη ψυχική ισορροπία του παιδιού και τη φυσιολογική του εξέλιξη είναι η αίσθηση συνέχειας στη ζωή του παιδιού.
Οι δύο γονείς παρ’ όλο που δεν συνεχίζουν τη ζωή τους σαν ζευγάρι, συνυπάρχουν από κοινού και παίρνουν αποφάσεις για θέματα που αφορούν το παιδί
Το παιδί και ο θάνατος
Το γεγονός του θανάτου φέρει μέσα του την αντίθεση: συμβάν φυσιολογικό, καθημερινό, κάθε φορά που επέρχεται προκαλεί σε αυτούς που παρίστανται τον τρόμο και την απέχθεια. Ο θάνατος τοποθετείται στα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης μετά ξεκινάει το μυστήριο, κάτι που διαφεύγει από την ορθολογική μας σκέψη. «Αν δεν μπορούμε να σκεφτούμε τον θάνατο ούτε πριν ούτε κατά τη διάρκεια ούτε μετά, τότε πότε θα μπορέσουμε να τον σκεφτούμε;» γράφει ο Vladimir Jankelevitch.
Κάθε μέρα ζωής είναι μια μικρή νίκη απέναντι στην εξαφάνιση. Κάθε μέρα ζωής είναι ένα βήμα προς το υποχρεωτικό τέλος.
Ο θάνατος τρίτου προσώπου μένει κάτι μακρινό ή αφηρημένο, μπορούμε να τον αναλύσουμε βιολογικά, ιατρικά, κοινωνικά, δημογραφικά, αλλά δεν μας αφορά, δεν μας αγγίζει προσωπικά. Ο θάνατος προσώπου με το οποίο συνδεόμαστε συναισθηματικά, καταργεί τα σύνορα ανάμεσα στον προσωπικό μας θάνατο και στη γενική έννοια του θανάτου. Είναι πηγή άγχους, χάνει τη θέση αντικειμένου προς τη μελέτη, μας αφορά άμεσα, μας κάνει να χάνουμε την αυτοκυριαρχία μας και να αναρωτιόμαστε με αγωνία για το μέλλον μας. Η αίσθηση της ευθραυστότητας της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τόσο πιο έντονη όσο ο θάνατος είναι ξαφνικός και απρόβλεπτος.
Η επέλευση ενός θανάτου οδηγεί τη μνήμη σε προσωπικές εμπειρίες, στο βίωμα του θανάτου ενός αγαπημένου μέλους της οικογένειας ή ενός φίλου. Τα παλαιότερα πένθη αναβιώνουν και κάθε άτομο αντιδρά διαφορετικά, ανάλογα με τη δομή της προσωπικότητάς του και με το αν έχει αντιμετωπίσει τη διεργασία του πένθους.
Αποδοχή του θανάτου
Η Kübler – Ross περιέγραψε τις διαδοχικές φάσεις από τις οποίες περνάει το άτομο μέχρι να καταλήξει στην αποδοχή του θανάτου.
Η αρχική φάση είναι εκείνη της άρνησης. Στην ανακοίνωση του επικείμενου δικού του θανάτου ή εκείνου ενός προσφιλούς προσώπου, το άτομο αντιδρά με το να αρνείται τη πραγματικότητα του γεγονότος. Υπάρχει έντονος θυμός και εναντίωση. Πιστεύει ότι η ανακοίνωση δεν αντιστοιχεί στην αλήθεια, προφασίζεται κάποιο ιατρικό λάθος, αναζητά αποδείξεις για να επιβεβαιώσει το αντίθετο. Το στάδιο αυτό είναι σύντομο, μπορεί να κρατήσει μόνο μερικές ώρες ή ημέρες και χρησιμεύει για να προστατευθεί το άτομο προσωρινά από το έντονο ψυχοτραυματικό γεγονός που του προκαλεί η ανακοίνωση της απώλειας.
Ακολουθεί η φάση της διαπραγμάτευσης, του παζαρέματος. Σ’αυτή τη φάση το άτομο αναγνωρίζει σταδιακά τις συνέπειες της επικείμενης απώλειας και προσπαθεί να τις διαχειριστεί. Συνυπάρχουν συναισθήματα θυμού αλλά και λύπης, κλάμα και διαμαρτυρία (γιατί να μου συμβαίνει εμένα αυτό;). Η περίοδος αυτή μπορεί να διαρκέσει από ημέρες έως εβδομάδες.
Μετά έρχεται το στάδιο της καταθλιπτικής αντίδρασης όπου το άτομο κατανοεί πλήρως την πραγματικότητα της απώλειας και το ότι οι διαμαρτυρίες και οι πολεμικές δεν ωφελούν σε τίποτε. Καταθλιπτικά συμπτώματα όπως καταθλιπτικό συναίσθημα, ανορεξία, αϋπνία, κοινωνική απόσυρση είναι συνήθη σ’ αυτή τη φάση.
Είναι μια περίοδος όπου εκδηλώνεται αυτοκτονικός ιδεασμός και υπάρχει υψηλός κίνδυνος για απόπειρες αυτοκτονίας.
Η τελική φάση, εκείνη της αποδοχής φέρνει μια σχετική ηρεμία. Το άτομο έχει πλέον συμβιβαστεί με το αναπότρεπτο του θανάτου, ρυθμίζει τις υποθέσεις του και τις εκκρεμότητες του στη ζωή ή προσαρμόζεται σ’ένα περιβάλλον απ’όπου θα λείπει αυτός που πρόκειται να πεθάνει.
Σ’αυτή την επώδυνη πορεία ο ασθενής έχει μεγάλες συναισθηματικές ανάγκες, παλινδρομεί, ζητάει απεγνωσμένα μια μητρική προστατευτική σχέση και μπορεί να γίνει φορτικός ακόμη και βασανιστικός για τους άλλους γύρω του. Εξαρτάται από τη προσωπικότητα των μελών του περιβάλλοντος του πως θα απαντήσουν και αν θα μπορέσουν να εμπεριέξουν το πάσχον μέλος της οικογένειας σ’αυτή τη τελευταία φάση της ζωής του. Αν έχουν οι ίδιοι διανύσει την πορεία επιτυχώς και έχουν φθάσει στην αποδοχή θα μπορέσουν να μεταβολίσουν το άγχος που εκπέμπει ο ασθενής και θα αναλάβουν έναν καθησυχαστικό ρόλο. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να εκλάβουν τις απαιτήσεις του ασθενούς σαν εκβιασμό και να αντιδράσουν με επιθετικότητα ή απόρριψη. Όταν ο θάνατος πραγματικά επέλθει θα νιώσουν έντονες ενοχές γι’αυτή τη στάση τους.
Η αντίληψη του θανάτου από το παιδί
Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για το αν τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάζουν αντιδράσεις πένθους . Κυρίως συζητείται η ηλικία κατά την οποία το παιδί μπορεί να κατανοήσει την έννοια του θανάτου. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχει κατακτήσει την έννοια του χρόνου, συμπεριλαμβανομένης της έννοιας του μονιμότητας και του «παντοτινά». Επίσης να κατανοεί έννοιας όπως εκείνη της αιτιότητας και της μη αντιστρεψιμότητας .
Λόγω των ανωτέρω υποστηρίζεται ότι τα παιδιά μπορούν να παρουσιάσουν αντιδράσεις πένθους αντίστοιχες των ενηλίκων μόνο από την αρχή της εφηβείας, περίοδο που συμπίπτει με την διαμόρφωση της ταυτότητας και την ολοκλήρωση της προσωπικότητας.
Κλινικά όμως παρατηρείται ότι τα παιδιά παρουσιάζουν αντιδράσεις πένθους από πολύ νωρίς. Βεβαίως οι αντιδράσεις αυτές διαφέρουν από εκείνες των ενηλίκων και εξαρτώνται από το επίπεδο της ανάπτυξης του παιδιού, που είναι συνυφασμένο με τη χρονολογική του ηλικία, το επίπεδο ωριμότητας και το επίπεδο της γνωστικής του ανάπτυξης.
Ο Bowlby στο τρίτομο έργο του Attachment and Loss ( 1969, 1972, 1980) καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:
- Τα παιδιά σχεδόν οποιασδήποτε ηλικίας μπορούν να περάσουν τα στάδια του πένθους όπως εντοπίζονται στους ενήλικες.
- Υπάρχει πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος παθολογικών αντιδράσεων πένθους λόγω της περιορισμένης τους κατανόησης.
- Η άρνηση μπορεί να παραταθεί.
Ο Freud υποστήριξε ότι το παιδί, σε ορισμένα αρχικά στάδια της εξέλιξής του, δεν μπορεί να διακρίνει μεταξύ της προσωρινής και της μόνιμης απουσίας της μητέρας. Δηλαδή όταν το παιδί χάνει τη μητέρα από τα μάτια του αισθάνεται ότι δεν πρόκειται να την ξαναδεί. Έτσι όταν νιώθει ότι υπάρχει απώλεια της φροντίδας και της προστασίας που παρέχεται από ένα κύριο πρόσωπο προσκόλλησης, συνήθως την μητέρα εκλύεται το άγχος αποχωρισμού. Στον αποχωρισμό το βρέφος εκδηλώνει έντονη δυσφορία, κλαίει, φωνάζει, πετάει αντικείμενα και παιχνίδια. Μετά από λίγο εγκαταλείπει την προσπάθεια και δείχνει εντελώς απελπισμένο. Τα κλάματα και οι εκδηλώσεις απελπισίας μπορεί να συνεχίζονται για αρκετό χρονικό διάστημα.
Επομένως, για το βρέφος ή ένα παιδί ηλικίας μικρότερης από 24 μήνες η αντίληψη της έννοιας του θανάτου μπορεί να υπάρχει αλλά είναι πολύ ατελής.
Μεταξύ της ηλικίας των δύο και πέντε χρονών τα παιδιά έχουν διαφοροποιήσει πλήρως τον εαυτό τους από την μητέρα τους και έχει επιτευχθεί εσωτερικά η μονιμότητα του αντικειμένου. Αρχίζουν να κατανοούν έστω και ατελώς την έννοια του θανάτου. Σε μια πραγματική απώλεια αντιδρούν συχνά με εκδηλώσεις άγχους αποχωρισμού που μπορεί να συνοδεύονται από παλινδρομήσεις στη συμπεριφορά τους. Μπορεί να παρουσιάζουν διάφορα συμπτώματα όπως ενούρηση, νυχτερινούς τρόμους και εφιάλτες, διαταραχές διατροφής και διάφορες φοβίες. Έχουν έντονα προσκολλητική και διεκδικητική συμπεριφορά προς το γονιό και αναζητούν εύκολα υποκατάστατα. Το πένθος μπορεί να περιπλέκεται από φαντασιωσικά σενάρια όπου πιστεύουν ότι η απώλεια είναι δική τους ευθύνη και περιμένουν τιμωρία.
Μεταξύ της ηλικίας των πέντε δέκα ετών το παιδί έχει μια σαφέστερη αντίληψη του θανάτου διότι έχει επιτευχθεί η γνωστική ανάπτυξη, που του το επιτρέπει. Έχει όμως ιδιαίτερη δυσκολία να διαχειρισθεί την απώλεια και τα έντονα συναισθήματα που του προκαλούνται. Σ’ αυτήν την ηλικιακή περίοδο τα παιδιά κάνουν χρήση μανιακών αμυντικών μηχανισμών ή μηχανισμών άρνησης, που τα οδηγούν σε αντιστροφή του συναισθήματος, αντί δηλαδή να εκφράζουν θλίψη δείχνουν χαρά. Αυτή η συμπεριφορά παραξενεύει τους ενήλικες που θεωρούν ότι το παιδί δεν ένιωσε την απώλεια ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Συχνά αναπτύσσονται φοβίες ασθενειών και θανάτου για τον εαυτό του ή άλλα οικεία πρόσωπα ενώ υπάρχει μια υπέρμετρη τάση να εξιδανικεύεται ο γονιός που πέθανε με αποτέλεσμα να εκφράζονται επιθετικά συναισθήματα προς τον άλλο γονέα.
Από την ηλικία των δέκα ετών και μέχρι την εφηβεία το παιδί αρχίζει να παρουσιάζει αντιδράσεις πένθους που μοιάζουν με εκείνες του ενήλικα. Αντιλαμβάνεται πλήρως την πραγματικότητα και την αιτιολογία του θανάτου και βιώνει τις συνέπειες του τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Μπορεί να έχει έντονες αντιδράσεις στην ανακοίνωση του θανάτου ενός προσφιλούς προσώπου και οι έφηβοι συχνά χρησιμοποιούν το πέρασμα στη πράξη υπό μορφή φυγής ή απόπειρας αυτοκτονίας για να παρακάμψουν τα επώδυνα συναισθήματα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η απουσία και ο θάνατος βιώνονται από την αρχή της ζωής και οι αντιδράσεις πένθους εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους στα διάφορα στάδια της ανάπτυξης του παιδιού. Το πένθος είναι μια δυναμική διεργασία μέσω της οποίας γίνεται αποδεκτή η νέα πραγματικότητα στη ζωή του παιδιού.
Η διάρκεια του πένθους στα παιδιά μπορεί είναι μικρότερη ή να γίνεται σ’ενα μεταγενέστερο χρόνο όταν οι γνωστικές ικανότητες του παιδιού του επιτρέπουν να το επεξεργαστεί.
Είναι γενικά σημαντικό να μην εξαιρεθεί το παιδί από τις κοινωνικές διαδικασίες πένθους που επιτρέπουν την εξοικείωση με την έννοια του θανάτου, για παράδειγμα συμμετοχή στη κηδεία, επίσκεψη στο νεκροταφείο. Συχνά τα παιδιά εξαιρούνται γιατί οι ενήλικοι βρίσκονται σε μεγάλο ψυχικό πόνο και δεν αντέχουν να ασχοληθούν μαζί τους. Η απόκρυψη επίσης των συναισθημάτων των ενηλίκων , για να μην πληγωθούν τα παιδιά, τα οδηγεί σε σύγχυση και τα απομακρύνει από τη φυσιολογική διεργασία πένθους.
Το παιδί που βιώνει τον δικό του θάνατο
Ο θάνατος επέρχεται φυσιολογικά στο τέλος της πορείας της ζωής. Ο θάνατος στη παιδική ηλικία φαίνεται αδιανόητος και προκαλεί ισχυρά επώδυνα συναισθήματα τόσο στους γονείς όσο και το ευρύτερο περιβάλλον.
Η πρόοδος της ιατρικής οδηγεί σε ίαση πολλά παιδιά που στο παρελθόν ήταν καταδικασμένα από θανατηφόρες ασθένειες. Δυστυχώς όμως υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις που η πορεία ενός παιδιού προς τον θάνατο δεν μπορεί να ανακοπεί. Είναι οι γονείς τότε και το νοσηλευτικό προσωπικό που θα πρέπει να του συμπαρασταθούν και να το συντροφεύσουν σ’αυτό το επώδυνο ταξίδι.
Όπως ήδη αναφέρθηκε η έννοια του θανάτου γίνεται προοδευτικά κατανοητή από τα παιδιά. Έτσι τα μικρότερα παιδιά τα απασχολούν περισσότερο οι δυσκολίες της ασθένειας και βιώνουν το άγχος αποχωρισμού λόγω της νοσηλείας.
Τα μεγαλύτερα παιδιά της σχολικής ηλικίας συχνότερα φοβούνται τις επιπτώσεις των ιατρικών πράξεων στο σώμα τους. Η ένταση του φόβου εξαρτάται από το είδος των προσβεβλημένων οργάνων, την ιατρική πράξη και το συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης του παιδιού.
Συνήθως τα παιδιά, ιδιαίτερα από την ηλικία των 7 χρόνων και πάνω, αντιλαμβάνονται ότι η δική τους αρρώστια είναι διαφορετική από των άλλων παιδιών, που σε κάποιο διάστημα μικρότερο ή μεγαλύτερο θα περάσει.
Καταλαμβάνονται τότε από συναισθήματα, απομόνωσης, μοναξιάς, αδυναμίας και εγκατάλειψης. Ταυτόχρονα αναπτύσσουν ένα έντονο συναίσθημα ανάγκης να έχουν κάποιον δίπλα τους. Συχνά οι θεράποντες γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό αισθάνονται αδύναμοι να επικοινωνήσουν ελεύθερα με το παιδί που πεθαίνει, εξ’ αιτίας των δικών τους συναισθημάτων φόβου θανάτου, ενοχής, ανικανότητας και αδυναμίας.
Το παιδί προσπαθεί να αντιμετωπίσει το άγχος του αρνούμενο την αρρώστια του. Το άγχος μετατοπίζεται πάνω σε ένα άλλο θέμα ενώ το παιδί κατακλύζεται από φαντασιώσεις. Αναζητά τα αίτια της ασθένειας του και αν δε έχει συγκεκριμένες απαντήσεις κάνει φαντασιωσικά σενάρια στηριζόμενο στα λόγια που αποσπασματικά ακούει από το περιβάλλον του πάνω στην αιτία.
Χρειάζεται χρόνος για να αντιμετωπίσουν οι γιατροί και οι γονείς την πραγματικότητα και να βγουν από τη σιωπή τους. Η σιωπή στη στάση των ενηλίκων είναι ένας τρόπος για να προστατευθούν οι ίδιοι από την αγωνία ενώ ταυτόχρονα διακόπτουν την επικοινωνία. Το παιδί δεν μπορεί να μιλήσει όταν οι ενήλικοι σιωπούν ακόμη και αν η επιθυμία του είναι ακριβώς το αντίθετο. Η σιωπή κάνει εντονότερο το αίσθημα μοναξιάς του παιδιού και βιώνει σαν εγκατάλειψη την έλλειψη επικοινωνίας. Στην πορεία προς τον θάνατο το παιδί νιώθει μόνο του αν οι γονείς δεν μπορούν να μοιραστούν μαζί του την αλήθεια.
Από τις ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις γνωρίζουμε ότι τα παιδιά μπορεί να μην μιλούν κατ’ευθείαν για την αρρώστια τους αλλά ο προβληματισμός τους φαίνεται μέσα από το παιγνίδι και τη ζωγραφική τους. Αυτό επίσης που τα απασχολεί είναι η θέση που η αρρώστια τους δίνει μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας, θέση η οποία είναι διαφορετική από την προηγούμενη και αντανακλάται από τα λόγια των γονιών τους. Υπάρχει κίνδυνος να προηγηθεί του φυσικού θανάτου, το χάσιμο της θέσης του παιδιού μέσα στην οικογένεια κάτι που αντιστοιχεί στον θάνατο μέσα στη ζωή.
Η ασθένεια για το κάθε παιδί έχει διαφορετικό νόημα, δεν υπάρχει μια καθορισμένη προβληματική που αντιστοιχεί σε μια ασθένεια π.χ. το διαβητικό παιδί
Αυτό που φαίνεται στο παιδί που κινδυνεύει να πεθάνει είναι το άρρωστο σώμα, οι επώδυνες ιατρικές επεμβάσεις, οι θεραπείες , οι ειδικές δίαιτες. Αυτό που δεν φαίνεται αλλά υπάρχει είναι η αγωνία μπροστά στο αναπότρεπτο τέλος της ζωής και κάποιος μπορεί να το ακούσει αν είναι προσεκτικός και αν έχει μπορέσει να το διαχειριστεί ο ίδιος μέσα του.
Τα παιδιά που κινδυνεύουν να πεθάνουν το γνωρίζουν και το λένε σε όποιον είναι δεκτικός να το ακούσει.
Γονείς και νοσηλευτικό προσωπικό απέναντι στο παιδί που πεθαίνει
Ο θάνατος ενός παιδιού φαίνεται απαράδεκτος. Προκαλεί αισθήματα εξέγερσης και η ανικανότητα να αποφευχθεί μετατρέπεται σε οργή και τυφλή επιθετικότητα.
Το νοσηλευτικό προσωπικό συνοδεύει τους γονείς στην ανέλπιδη πορεία τους. Ταυτίζεται μαζί τους στη σκληρή μάχη που δίνουν, αλλά αυτή η ταύτιση, ένδειξη κατανόησης, μπορεί να τους οδηγήσει στα ίδια λάθη.
Η αγωνία κάνει το γιατρό να μην βλέπει το παιδί παρά μόνο μέσω της αρρώστιας του. Χάνει από τη σκέψη του τις ανάγκες που έχει το παιδί και τη θέση του στο σχολείο , την οικογένεια του. Γίνεται υπερπροστατευτικός όσον αφορά τα θέματα της θεραπείας. Είναι απασχολημένος με την επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας και τα ιατρικά πρωτόκολλα αλλά αδυνατεί να ακούσει το μικρό ασθενή.
Συχνά, οι γονείς καταφεύγουν στη σιωπή αρνούνται να απαντήσουν στο παιδί σε ερωτήσεις που τους κάνει σχετικά με την αρρώστια του. Υποσυνείδητα, προσπαθούν να ακυρώσουν την αρρώστια και να αρνηθούν τη σοβαρότητά της. Αν το νοσηλευτικό προσωπικό τους ακολουθήσει σε αυτή την τακτική, το παιδί- μη έχοντας απάντηση- αποτραβιέται, σωπαίνει, αυξάνοντας έτσι τη μοναξιά του και το αίσθημα εγκατάλειψης. Το νοσηλευτικό προσωπικό αναλαμβάνει συχνά να μιλήσει στο παιδί για την αρρώστια του, να δώσει ορισμένες απαντήσεις, έργο που φέρνει μεγάλη ανακούφιση.
Η ανακοίνωση της διάγνωσης βυθίζει την οικογένεια σε κατάσταση απελπισίας, όπου οι συναισθηματικές εκδηλώσεις αποκτούν μεγάλη ένταση και χάνεται κάθε δυνατότητα ελέγχου. Η σχέση των γονέων με το παιδί κυμαίνεται σε ακραίες καταστάσεις. Συχνά, οι γονείς φέρονται υπερπροστατευτικά. Ο εξωτερικός κόσμος βιώνεται απειλητικός, εχθρικός το παιδί υφίσταται όλων των ειδών τις απαγορεύσεις, που εμποδίζουν οποιαδήποτε επαφή έξω από την οικογένεια.
Άλλοτε, αποδέχονται πλήρως την παντοδυναμία του παιδιού. Δεν θέτουν κανένα όριο, δεν προβάλλουν καμία αντίθεση, ικανοποιούν και την παραμικρή επιθυμία.
Πολλές φορές οι γονείς αναπτύσσουν αντιδραστικές συμπεριφορές θρήνου, πενθώντας το παιδί τους πριν αυτό ακόμα καταλήξει. Όταν οι γονείς συνειδητοποιούν αυτό που τους συμβαίνει τότε τα συναισθήματα ενοχής και θλίψης γίνονται εντονότερα. Η κατάσταση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα οι φόβοι και το άγχος του άρρωστου παιδιού να γίνουν αβάσταχτοι, γιατί το παιδί αισθάνεται την συναισθηματική αποδέσμευση των γονέων του.
Η θέση του νοσηλευτικού προσωπικού μπορεί να επικυρώσει τη θέση των γονέων προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Αντίθετα, αν οι νοσηλευτές μιλήσουν με τους γονείς, μπορεί να τους επηρεάσουν στη δημιουργία μιας περισσότερο ισορροπημένης σχέσης, ικανής να ανακουφίσει το παιδί από το άγχος του επικείμενου θανάτου.
Στην τελική φάση, ορισμένες μητέρες δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίσουν τα οδυνηρά συναισθήματά και απομακρύνονται, εγκαταλείποντας συμβολικά το παιδί τους. Είναι η στιγμή που το παιδί ζητάει από τον ενήλικα να είναι εκεί, να είναι μαζί του. Κάποιος από το νοσηλευτικό προσωπικό καλείται να παίξει το ρόλο του μητρικού υποκατάστατου και να μοιραστεί με το παιδί την αγωνία και την απελπισία του.
Επίλογος
Τα τραύματα και οι απώλειες συμβαίνουν σχετικά συχνά στη ζωή του παιδιού . Παρ’ όλες τις σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στην ομαλή αναπτυξιακή εξέλιξη του παιδιού δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τη δυνατότητα του παιδιού στην αντιμετώπιση τους. Υπάρχει η έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας που κάνει τα παιδιά να μην είναι παθητικοί αποδέκτες μιας επώδυνης κατάστασης αλλά να εμπλέκονται σε μια δυναμική διεργασία με σκοπό την επεξεργασία της και την ενσωμάτωση της στη ψυχική τους λειτουργία.
Οι ενήλικοι από τη θέση του γονέα, του παιδιάτρου ή του επαγγελματία ψυχικής υγείας καλούνται να συνοδεύσουν το παιδί σ’αυτή τη δυναμική πορεία, έτσι ώστε το τραύμα ή η απώλεια να μην έχουν καταστρεπτική επίδραση στον παιδικό ψυχισμό.
Η ψυχική επεξεργασία και η αποδοχή των τραυματικών βιωμάτων έχει τη δύναμη να μετατρέψει τα μνημονικά ίχνη του τραύματος σε ωριμοποιητικούς παράγοντες, που θα οδηγήσουν το παιδί στην αναγνώριση της πολυπλοκότητας και την εκτίμηση του δώρου της ζωής.
Βιβλιογραφία
- Ayadi-H; Moalla-Y; Ahmed-SB; Walha-A; Laaribi-H; Ghribi-F(2002): Divorce parentale et troubles psychopathologiques chez l’enfamt et l’adolescent - Neuropsychiatrie-Enfance--Adoles. 50/2 121-127
- Bal A, Jensen B. Post-traumatic stress disorder symptom clusters in Turkish child and adolescent trauma survivors. Eur Child Adolesc Psychiatry. 2007 Oct; 16(7):449-57.
- Bowlby J. Grief and mourning in infancy and early childhood, Psychoanalytic Study of the Child 1960, 15:9-52.
- Della-Giustina-L; De-Renoche-I (2001): Children's defensive strategy in the latency age in case of parental separation Imago,8/2 109-120
- Kelly-JB (2000) Children's adjustment in conflicted marriage and divorce: A decade review of research,. J-Am-Acad-Child-Adolesc-Psychiatry 39/8, 963-973
- Kenny-MC (2000): Working with children of divorce and their families ,Psychotherapy. 37/3 ,228-239
- Lee-CM; Hunsley-J (2001) Empirically informed consultation to parents concerning the effects of separation and divorce on their children. Cogn-Behav-Pract 8/1,85-96
- Kubler-Ross EL. Death: the final stage of growth. Prentice-Hall Inc., New Jersey, Englewwod Cliffs, 1975.
- Levy AM. The divorcing family: its evaluation and treatment, In the clinical guide to child psychiatry (ed. D. Shaffer, A.E. Ehrhardt, and L.L. Greenhill. 1985. p.p. 353-70 Free Press New York.
- Rainbault G. L’ enfant et la mort. Το παιδί και ο θάνατος. Μετάφραση Μ. Μπούρα. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
- Roseby V., Johnston J.R. : Children of Armageddon : Common developmental threats in high-conflict divorcing families. Child Adolesc. Psychiatr. Clin. North Am., 1998, 7/2, 295-309.
- Perrin S., Smith P., Yule W.: Practitioner review: The assessment and treatment of post- traumatic stress disorder in children and adolescents J. Child Psychol. Psychiat. vol. 41 No. 3, 277-289, 2000
- Pfefferbaum B.: Posttraumatic stress disorder in children: a review of the past 10 years J. Am. Acad. Child Adolesc. Psychiatry, 36:11, 1997
- Shooshtary MH, Panaghi L, Moghadam JA. Outcome of cognitive behavioral therapy in adolescents after natural disaster. J Adolesc Health. 2008 May; 42(5):466-72.
- Tian W, Jia Z, Duan G, Liu W, Pan X, Guo Q, Chen R, Zhang X. Longitudinal study on health-related quality of life among child and adolescent survivors of the 2008 Sichuan earthquake. Qual Life Res. 2012 May.
- Thiessen-P; Lee-CM (2000) : Children's reactions to parental separation and divorce. Paediatr-Child-Health. 5/6 ,332-354
- Wallerstein, J. S., & Kelly, J. B. (1976). The effects of parental divorce: Experiences of the child in early latency. American Journal of Orthopsychiatry, 46(1), 20-32.
- Υule W and Smith P (2008). Post-Traumatic Stress Disorder. In:, Rutter M, Bishop D, Pine D, Scott S, Stevenson J, Taylor E, Thapar A (eds.). Rutter’s Child and Adolescent Psychiatry, 5th edition. London: Wiley-Blackwell
* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.
Online διαδραστική πλατφόρμα προβολής του πολιτισμού των Ελλήνων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μπες στο www.act4Greece.gr Επίλεξε τη ∆ράση YOU GO CULTURE
Κάνε τη δωρεά σου με ένα κλικ στο
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΩή με απ’ ευθείας κατάθεση ή μέσω internet, phone και mobile banking.
Πρόγραμμα Crowdfunding
Εξειδικευμένη γνώση με το κύρος του Πανεπιστημίου Αθηνών
E-Learning Προγράμματα
Βιβλία & Συμμετοχή σε Συλλογικές Εκδόσεις
- ‹
- 3 από 3