Η οικονομική επίδοση των πλουσιότερων χωρών του κόσμου υπήρξε υποτονική. Η ανάλυση της συνεισφοράς των καταναλωτικών δαπανών, των επενδύσεων, των κυβερνητικών δαπανών και του εμπορίου στην αύξηση του ΑΕΠ, αποκαλύπτει ποιοι από τους παράγοντες αυτούς βοηθούν (ή παρεμποδίζουν) την ανάκαμψη.
Σύμφωνα με την τελευταία έκδοση του ΟΟΣΑ (2013), μελετώντας μια πλούσια ομάδα χωρών, οι καταναλωτικές δαπάνες αποτέλεσαν τη βασική κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης κατά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Οι καταναλωτικές δαπάνες πρόσθεσαν έως και μισή ποσοστιαία μονάδα στη μεταβολή του ΑΕΠ στην Αμερική, στη Γερμανία και στην Ιαπωνία.
Στη Βρετανία, όπου η συμβολή των καταναλωτικών δαπανών στην οικονομική ανάπτυξη έχει αυξηθεί τα τελευταία τρία τρίμηνα, οι καθαρές εξαγωγές είχαν τη μεγαλύτερη συμβολή στην πρόσφατη αύξηση του ΑΕΠ, κυρίως λόγω των εισαγωγών καθώς και το γεγονός ότι η λίρα έχει υποτιμηθεί. Οι μεταβολές στα αποθέματα συνήθως έχουν αμελητέα συμβολή στην ανάπτυξη. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της ύφεσης, οι επιχειρήσεις μειώνουν την παραγωγή και ρευστοποιούν τα αποθέματά τους, κάτι το οποίο προκάλεσε μεγάλες διακυμάνσεις στην αύξηση του ΑΕΠ. Η μείωση των αποθεμάτων στη Βρετανία, για παράδειγμα, αντιστάθμισε το 0,6% των κερδών από τις καθαρές εξαγωγές.
Διάγραμμα 1. Συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ (τριμηνιαία μεταβολή σε ποσοστιαίες μονάδες).
Πηγή: ΟΟΣΑ.
Πηγή: The Economist (9/7/2013).