ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ (Μ.Σ.Σ.) 2011 - 2015

Όποιος επιτίθεται στο Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Σταθεροποίησης άκριτα, χωρίς δηλαδή να τοποθετείται με κριτική θεμελιωμένη σκέψη απέναντί του, κάνει λάθος. Αν, με άλλα λόγια, πιστεύει ότι η οικονομική πολιτική που ακολουθείται (Μνημόνιο, Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Σταθεροποίησης) είναι απορριπτέα στο σύνολό της με συνοπτικές διαδικασίες, αγνοεί ή θέλει να αγνοεί ότι η πολιτική αυτή έχει αρχή, μέση και οργανωμένους στόχους που γίνονται αποδεκτοί –με διαφορετικό βαθμό αποδοχής - από πάρα πολλούς στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Επιβάλλεται, λοιπόν, να τοποθετείσαι εντός των εξελίξεων, να εντοπίζεις τα λάθη που θα σημαδέψουν το μέλλον και να επισημαίνεις εγκαίρως το δρόμο από τον οποίο θα περάσει η πραγματικότητα. Όλα αυτά με’ έναν επιστημονικά πειθαρχημένο τρόπο.

Στο σημείωμά μου αυτό επιχειρώ μία πρώτη προσέγγιση στο Μ.Σ.Σ. μακριά από τις θορυβώδεις εξελίξεις των ημερών. Το ζητούμενό μου, καταρχήν, είναι να αναδείξω τι καινούριο φέρνει στην οικονομική εξέλιξη των τελευταίων μηνών. Θεωρώ ότι ο αναγνώστης είναι εξοικειωμένος με την κριτική που ασκώ στην πολιτική του Μνημονίου, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να επαναλαμβάνομαι.

Με το Μ.Σ.Σ. μπαίνουμε στη δεύτερη φάση σταθεροποίησης της Ελληνικής οικονομίας, μετά την πρώτη που σηματοδοτήθηκε από την εφαρμογή του Μνημονίου, το Μάιο του 2010. Θεωρητικά, οδηγεί σε μια πιθανή τρίτη φάση του Ελληνικού δράματος, που θα λάβει χώρα μετά το 2013, οπότε θα υπάρχει και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθεροποίησης. Τότε θα υπάρχει και μηχανισμός εξορθολογισμού της διαχείρισης του Ελληνικού Δημόσιου Χρέους, που θα προσεγγίζει τα €450 δις.

Γιατί όμως στάθηκε απαραίτητο, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η εφαρμογή του Μνημονίου, να έλθει το Σταθεροποιητικό Πρόγραμμα; Για τρεις κυρίως λόγους: α) Να οργανωθεί μία «φυγή προς τα εμπρός», με την οποία καλύπτεται η ανάγκη συνέχισης της χρηματοδότησης της Ελληνικής οικονομίας, αφού το Μνημόνιο δεν ικανοποίησε τους στόχους του όσον αφορά στη δυνατότητα της οικονομίας να εξέλθει στις αγορές το 2012, β) Να ολοκληρωθεί σε βάθος χρόνου (και κυρίως σε βάθος πολιτικού χρόνου, με το πέρασμα της ευθύνης εκτέλεσης και στην επόμενη κυβέρνηση) η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, και γ) Γιατί πάντοτε χρειάζεται ένας επανασχεδιασμός ενός προγράμματος οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται.

Το Μ.Σ.Σ. φέρει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά που είχαν ενσωματωθεί στο σχεδιασμό του Μνημονίου, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των αρνητικών του πλευρών. Ο σχεδιασμός όμως και η εφαρμογή του έχουν (όπως αναφέρω και στο κείμενό μου «Η Κριτική του Μνημονίου») και θετικά στοιχεία. Τέλος, διαθέτει ορισμένα σημαντικά στοιχεία ως προς τα οποία διαφοροποιείται.  


Α. Τα στοιχεία διαφοροποίησης

1. Από ότι φαίνεται από τον αρχικό σχεδιασμό του Μ.Σ.Σ. (συνοπτική παρουσίαση του προγράμματος, σχέδιο Νόμου) στηρίζεται περισσότερο στην πλευρά των εσόδων και λιγότερο στην πλευρά των δαπανών. Το Μνημόνιο (1ος χρόνος) φαίνεται να συντίθετο από μία σχέση 60-40 υπέρ των δαπανών. Ορισμένα στοιχεία του Μ.Σ.Σ. θα θεωρηθούν στοιχεία των δαπανών, με την έννοια ότι αποτελούν περιορισμούς της δαπάνης, όπως π.χ. η μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Στην πραγματικότητα, όλα είναι η άμεση ή οιονεί φορολογία της εργασίας, γεγονός που κάνει την εισπρακτική λογική περισσότερο έντονη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σταθεροποιητικά προγράμματα, που στηρίζονται στα έσοδα, επικρίνονται ως σοβαρότατοι διαταράκτες της οικονομικής λειτουργίας (World Economic Outlook 2010) σε σύγκριση με προγράμματα που στηρίζονται στον περιορισμό των δαπανών.

2. Δεν υπάρχει σε έντονο βαθμό η προβληματική διάσταση της λήψης μέτρων υπό συνθήκη, η λεγόμενη conditionality, που πρακτικά σημαίνει: «Παίρνεις διαρθρωτικά μέτρα για να παίρνεις κεφάλαια». Το σημείο αυτό αποτελεί ένα από τα συνήθη βασικά σημεία κριτικής στα σχέδια σταθεροποίησης που εφαρμόζει συνήθως το ΔΝΤ, όπως είναι και το Ελληνικό Μνημόνιο. Το σημείο αυτό είναι πολύ πιο σοβαρό από ότι δείχνει ο «κανονιστικός» του χαρακτήρας. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποτελέσει την αφετηρία για την αλλαγή της πορείας όλης της συμβατικής σχέσης της Ελληνικής πλευράς με την Τρόικα.

3. Εκποιεί δημόσια περιουσία με υψηλούς ρυθμούς, τουλάχιστον σε όρους επιθυμίας των σχεδιαστών του Μ.Σ.Σ., και σε πρωτοφανή έκταση. Οι λόγοι που ανάγκασαν τους σχεδιαστές να εντάξουν ένα χρόνο μετά τη διαμόρφωση του Μνημονίου τη λογική της γιγάντιας εκποίησης της δημόσιας περιουσίας είναι πέντε:

α) Δεν πείθεται ουδείς και ενδεχομένως δεν είναι σωστό και λογικό, ούτε και μετά το Μ.Σ.Σ., να περιμένουμε ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2012 θα αποπληρώνουν το δημόσιο χρέος με ρυθμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ελπιδοφόρος για μία μακροπρόθεσμη επίλυση του δημόσιου χρέους. Συνεπώς, είναι ανάγκη να βρεθούν πρόσθετες πηγές αποπληρωμής.

β) Είναι ανάγκη να δημιουργηθεί μία εικόνα τριμερούς συμμετοχής στη διαμόρφωση του νέου πακέτου διάσωσης της Ελληνικής οικονομίας: Ελληνική πλευρά, Ευρωπαϊκοί οργανισμοί, ιδιώτες.

γ) Υπάρχουν σοβαροί λόγοι διαμόρφωσης μίας πλατφόρμας επαυξημένης ικανότητας αποπληρωμής Ελληνικών ομολόγων ή αντικατάστασής τους με νέα, τα οποία θα διαθέτουν μία «υποστήριξη» από περιουσιακά στοιχεία, ενδεχομένως υπό τη μορφή εγγύησης. Έτσι, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νέες ομολογίες με επικείμενο χρόνο αποπληρωμής, par Brady Bonds, οι οποίες θα αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες.

δ) Στα πλαίσια της λογικής της πολιτικής αλλαγής του επιχειρηματικού μοντέλου (business model) της Ελληνικής οικονομίας η μείωση του δημόσιου τομέα ευνοεί την απελευθέρωση του ιδιωτικού τομέα. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας διασυνδεόταν με τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα (προμήθειες, συνεργασίες κλπ.), παρόλο που βεβαίως μονοπωλούσε τη λειτουργία ορισμένων μερών του. Έτσι, η ιδιωτικοποίησή του θα σημαίνει, ενδεχομένως, μία σοβαρότατη αναδιάρθρωση των σχέσεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (π.χ. αλλαγή προμηθευτών, ένταξη σε διαφορετικά παγκόσμια οικονομικά δίκτυα κλπ.)

ε) Σηματοδοτείται μία μείωση της πολιτικής δύναμης των κέντρων εξουσίας συνδικαλιστικού χαρακτήρα, που οργανώνεται γύρω από τις ΔΕΚΟ.

Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας εξαρτάται: α) από το επίπεδο των τιμών που βρίσκεται η κεφαλαιαγορά, γεγονός που προβληματίζει έντονα για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί, και β) από το θέμα των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επ'’ αυτής (P.E. Petrakis, 2011, “The Greek Economy after the Crisis. Challenges and Responses”, Springer, κεφάλαιο 6). Το σημείο αυτό αποτελεί ένα από τα βασικότερα προβληματικά σημεία του μοντέλου λειτουργίας της Ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας και συνεπώς το όλο εγχείρημα της ρευστοποίησης της δημόσιας (ιδίως ακίνητης) περιουσίας δεν είναι ένα εύκολο έργο.


Β. Τα (όμοια με το Μνημόνιο) αρνητικά στοιχεία

Τέσσερα βασικά αρνητικά στοιχεία χαρακτηρίζουν το Μ.Σ.Σ. τα οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνουν τη λογική που είχε ενσωματωθεί στο Μνημόνιο και είναι υπεύθυνα σε ένα σημαντικό βαθμό για την αρνητική του πορεία.

1. Εμμένει στη λογική της υφεσιακής πολιτικής (βλ. Κριτική στο Μνημόνιο) ελέγχου της σχέσης χρέους και ΑΕΠ, αγνοώντας ότι είναι μία σχέση με δύο παράγοντες (χρέος και ΑΕΠ). Εάν προκαλείς μείωση του χρέους, με αργότερους ρυθμούς από τους ρυθμούς με τους οποίους λόγω της πολιτικής σου μειώνεται το ΑΕΠ, τότε χειροτερεύει ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ. Δεν περίμενε κανείς ότι η οικονομική πολιτική θα έφθανε στο σημείο να επαναλάβει το ίδιο βασικό αυτό λάθος. Βεβαίως, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι πολύ δύσκολο οι πολιτικοί και οι υπηρεσιακοί που σχεδιάζουν τα πράγματα να παραδέχονται τα λάθη τους. Εδώ, όμως, πρόκειται για την ζωή 11.000.000 ανθρώπων. Μεγαλύτερο θάρρος δε θα έβλαπτε.

2. Εμμένει στη λογική ότι το αναπτυξιακό πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας (βλ. Κριτική στο Μνημόνιο) αντιμετωπίζεται με τη συρρίκνωση του κόστους του συντελεστή εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο ακόμα παράγοντες: το κόστος κεφαλαίου, που είναι και παραμένει πολύ υψηλό, και τα κόστη λειτουργίας της οικονομίας, που είναι και παραμένουν πολύ υψηλά.

3. Η φορολόγηση της εξαρτημένης εργασίας βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ιδίως συγκριτικά με την Ευρωζώνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τελικός φορολογικός συντελεστής της εξαρτημένης εργασίας είναι για την Ελλάδα 33%, ενώ για την Ευρωζώνη 34%. Μάλιστα η εκτίμηση αυτού του συντελεστή (ΚΕΠΕ) δεν έχει λάβει υπόψη του τις παρούσες (Μ.Σ.Σ.) αυξήσεις. Γιατί συνεχίζεται αυτή η πολιτική; Διότι προφανώς είναι μία άμεση λύση για την επίτευξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής.

4. Φέρει την «κληρονομιά» της ελλιπούς αποτελεσματικότητας στην οποία προσέκρουσε το Μνημόνιο.


Γ. Τα θετικά στοιχεία του Μ.Σ.Σ.

Μία καταρχήν προσέγγιση των θετικών στοιχείων που φέρνει μαζί του το Μ.Σ.Σ. θα έφερνε στην επιφάνεια ορισμένα στοιχεία, τα οποία, για διαφορετικούς λόγους και από διαφορετικές οπτικές γωνίες (βλ. Κριτική στο Μνημόνιο), θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έχουν ένα θετικό πρόσημο κριτικής.

1. Φέρνει πιο κοντά τα πρωτογενή πλεονάσματα και μάλιστα χωρίς να συνυπολογιστεί το προϊόν των αποκρατικοποιήσεων. Πρωτογενές αποτέλεσμα (πλεόνασμα ή έλλειμμα) είναι η διαφορά των δημόσιων εσόδων από τα έξοδα της Κεντρικής Κυβέρνησης, πλην την αποπληρωμή των τόκων εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Έτσι, ενώ είχε εκτιμηθεί να δημιουργηθούν πρωτογενή πλεονάσματα το τέλος του 2012, με το σχεδιασμό που ενσωματώνεται στο Μ.Σ.Σ. φαίνεται να δημιουργούνται στις αρχές του. Αυτή όμως η «ανεξέλεγκτη» κατ’' άλλους «βιασύνη» στη δημιουργία των πρωτογενών πλεονασμάτων, που αναπόφευκτα συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα εξαιρετικής κοινωνικής σκληρότητας, ανοίγει μία συγκεκριμένη προοπτική: Την προοπτική της επιθετικής (από πλευράς Ελλάδος) αναδιάρθρωσης του χρέους. Δε γνωρίζουμε τώρα αν αυτή είναι θετική ή αρνητική προοπτική για τα συμφέροντα του Ελληνικού λαού, αλλά ένα είναι βέβαιο: αυξάνει τους βαθμούς ελευθερίας της Ελληνικής πλευράς.

2. Θέτει θέμα τεκμηρίων διαβίωσης και συνακόλουθα αποτελεσματικότητάς τους. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ο αποτελεσματικός φορολογικός συντελεστής των ελεύθερων επαγγελματιών είναι 15,4% και ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 29% (ΚΕΠΕ). Εδώ υπάρχει ένα σοβαρό θέμα. Οι πολίτες θα πρέπει να πληρώνουν ό,τι τους αναλογεί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ίδιο φαινόμενο του μέσου φορολογικού συντελεστή, που απέχει στην Ελλάδα από την Ευρωζώνη, παρατηρείται (ΚΕΠΕ) σ'’ ένα βαθμό και στις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα στην Ελληνική οικονομία είναι 21% έναντι 24% στην Ευρωζώνη (M.O. 2000-2009). Αυτό το σημείο όπως και το προηγούμενο θέτει ένα θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης.

3. Το Μ.Σ.Σ. προχωράει βαθύτερα, προς την κατεύθυνση ενός μεσο-μακροπρόθεσμου προσανατολισμού αλλαγής του επιχειρησιακού μοντέλου της Ελληνικής οικονομίας, με αιχμή τη συρρίκνωση της ελκυστικότητας του δημόσιου τομέα. Αυτή η προοπτική για αρκετούς είναι θετική. Τα αγωνιώδη όμως ερωτήματα αναφέρονται σε δύο ζητήματα:

α) Βρισκόμαστε στην προοπτική δημιουργίας ενός επιχειρησιακού μοντέλου της οικονομίας, όπου κεντρικό ρόλο παίζει ο ιδιωτικός τομέας ή απλώς  παρακολουθούμε την καταστροφή του δημόσιου;

β) Οργανώνεται ένα επιχειρησιακό μοντέλο το οποίο έχει μία αυτοκινούμενη ικανότητα μεγέθυνσης ή απλώς μετασχηματίζεται το υπάρχον προβληματικό μοντέλο σε κάποιο άλλο επίσης προβληματικό με διαφορετικά ίσως προβληματικά στοιχεία;

Μια πρώτη κριτική ματιά στο Μ.Σ.Σ. προσπάθησε να αναδείξει ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του, καθώς και τις ομοιότητες και διαφορές του από το αρχικό Μνημόνιο. Πρόκειται για ένα πενταετές δημοσιονομικό πρόγραμμα χωρίς συνθήκες εφαρμογής (non conditionality) που στόχο έχει την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων. Μερικές φορές σκέφτομαι αυτός θα έπρεπε να ήταν και ο βασικός πυρήνας του αρχικού Μνημονίου. Όσο απλό αλλά και οδυνηρό αν ήταν, τουλάχιστον θα είχαμε συνεννοηθεί καλύτερα.

 

Βιβλιογραφία:

Petrakis E.P. (2011) The Greek Economy after the Crisis, Challenges and Responses, Springer.

WEO (2010) Recovery, Risk, and Rebalancing, IMF, October 2010.

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.