ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΩΝ ΓΙΑ R&D ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ Ε.Ε.

Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» αποτελεί, στο πλαίσια της καινοτομίας, μια εμβληματική πρωτοβουλία της Ένωσης, η οποία ξεκίνησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2010 με στόχο τη βελτίωση των επιδόσεων καινοτομίας της Ευρώπης.

Σύμφωνα με την έκθεση της Eurostat[1] (2013), το ύψος των δαπανών σε R&D αποτελεί τον κύριο προσδιοριστικό παράγοντα δημιουργίας καινοτομιών. Στο σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον, η καινοτομία και η δημιουργικότητα έχουν εξαιρετική σημασία. Οι επιχειρήσεις πρέπει να επενδύσουν στους τομείς της Έρευνας και Ανάπτυξης, προκειμένου να ενισχύσουν την καινοτομική τους δραστηριότητα και δυναμική. Το 2010 – σύμφωνα με τη Eurostat – το ποσοστό για δαπάνες R&D ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ-27 ανήλθε στο 2,00% το οποίο είναι χαμηλότερο από το 3% που τέθηκε για το 2010 από τη στρατηγική της Λισαβόνας. Ο στόχος του 3% αναμένεται να διατηρηθεί για τα επόμενα δέκα χρόνια ως ένας από τους πέντε βασικούς στόχους - κλειδιά της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Το ύψος των δαπανών σε R&D στην ΕΕ ήταν χαμηλότερο από ότι στην Ιαπωνία (3,45%), στη Νότια Κορέα (3,36%) και στις Ηνωμένες Πολιτείες (2,79%), αλλά υψηλότερο από ότι στην Κίνα (1,47%).

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, μόνο η Φινλανδία (3,87%), η Σουηδία (3,42%) και η Δανία (3,06%) υπερέβησαν το στόχο του 3% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Άλλα τέσσερα κράτη - μέλη, δηλαδή η Γερμανία (2,82%), η Αυστρία (2,76%), η Γαλλία (2,26%) και η Σλοβενία (2,11%), αν και δεν πέτυχαν το στόχο του 3%, ήταν πάνω από μέσο όρο του 2,00% της ΕΕ-27. Όπως παρατηρούμε και από τον Πίνακα 1, η Ελλάδα επιδεικνύει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά για δαπάνες σε R&D στην ΕΕ-27 με μόλις 0,6% του ΑΕΠ, το οποίο είναι υψηλότερο μόνο από τη Ρουμανία (0,47%) και την Κύπρο (0,5%).

Οι δαπάνες για R&D στην ΕΕ-27 αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 3,1% ετησίως μεταξύ 2005 και 2010, φθάνοντας τα 246 δισεκατομμύρια ευρώ το 2010. Η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο από κοινού αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των δαπανών για R&D στην ΕΕ-27.

Η κατανομή των επιχειρήσεων για δαπάνες σε R&D κατά τάξη μεγέθους αποκαλύπτει ότι οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις (αυτές που απασχολούν περισσότερους από 250 εργαζόμενους) επενδύουν - στις  πλείστες των περιπτώσεων -  σε δαπάνες για R&D. Στη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι μεγάλες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% των εταιρικών δαπανών σε R&D. Από την άλλη πλευρά, στην Εσθονία, στην Ισπανία, στην Κύπρο, στη Λετονία και στη Μάλτα, οι μεγάλες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 50% των εταιρικών δαπανών σε R&D.

Η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα στην οποία, επίσης, ένα ποσοστό κοντά στο 80% των δαπανών για R&D του ιδιωτικού τομέα προέρχεται από τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο γεγονός ότι μόνο 384 εκατ. €. κατευθύνθηκαν από τον ιδιωτικό τομέα σε δαπάνες για R&D. Το πρόβλημα αυτό γίνεται πιο έντονο και ορατό αν αναλογιστούμε ότι οι επιχειρήσεις χωρών με ανάλογα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα - ανεξαρτήτως της καινοτομικής τους δυναμικής - όπως Πορτογαλία, Τσεχία, Αυστρία, Βέλγιο, Ιρλανδία, Ολλανδία, Φιλανδία, Σουηδία και Δανία, δαπανούν πολλαπλάσια ποσά σε σχέση με τις επιχειρήσεις που εδρεύουν και δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα (Πίνακας 1). Αν στην εξίσωση συμπεριληφθεί και το πολύ χαμηλό ποσοστό των συνολικών δαπανών για R&D ως ποσοστό του ΑΕΠ (0,6%), συνδυασμένο με ένα πολύ χαμηλό ΑΕΠ, το οποίο έχει χάσει σχεδόν το 30% της αξίας του τα τελευταία 6 έτη, τότε γίνεται αντιληπτή η σοβαρότητα του προβλήματος για τη δημιουργία καινοτόμων, ποιοτικών και ανταγωνιστικών διαδικασιών, προϊόντων και υπηρεσιών.

Πίνακας 1. Δαπάνες για R&D στον τομέα των επιχειρήσεων.

 

Πηγή: Eurostat, “Science, technology and innovation in Europe”, (2013).

 

[1] Πηγή: Eurostat, “Science, technology and innovation in Europe”, (2013).

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.