ΥΦΕΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

Η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά οδυνηρή για την Ελληνική κοινωνία και οικονομία. Αναπόφευκτα η Ελληνική κοινωνία ωθήθηκε στο να κινηθεί σε δύο επίπεδα:

α) Να θέσει υπό αμφισβήτηση το οικονομικό μοντέλο που έχει επιλεγεί, είτε σε ατομικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο.

β) Να οδηγηθεί σε μια νέα πολιτική σύνθεση, που ελπίζει ότι θα της επιτρέψει να οργανώσει εκ νέου τη θεσμική λειτουργία της οικονομίας.

Διάγραμμα 1. Ο ρυθμός μεγέθυνσης της Ελληνικής οικονομίας.

Έτσι, φτάσαμε στα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου στην Ελλάδα. Το πολιτικό τους μήνυμα είναι το εξής: Να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ υπό νέες, φιλικότερες προς την κοινωνία συνθήκες και τη διαπραγμάτευση για αυτό να την αναλάβουν κυβερνήσεις συνεργασίας, με έμφαση σε αυτούς που δεν συμμετείχαν μέχρι τώρα στην οργάνωση των σχέσεων με την Τρόικα.

Αυτό το πολιτικό μήνυμα, όμως, προϋποθέτει ότι η Ελληνική κοινωνία διαμορφώνει μια διαπραγματευτική στάση απέναντι στους εταίρους της, η οποία δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε σύγκρουση, παρόλο που το γενικό περίγραμμα της πολιτικής εντολής (δηλαδή, να μείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη) θέτει συγκεκριμένα όρια στην ένταση της σύγκρουσης αυτής.

Τίθεται, λοιπόν, θέμα αναδιαπραγμάτευσης του πακέτου βοήθειας για την Ελλάδα; Θεωρητικά, πάντοτε υπάρχει δυνατότητα, αφού είναι ένα κυλιόμενο πρόγραμμα. Ωστόσο, το ερώτημα δεν αφορά την τυπική δυνατότητα μεταβολής του προγράμματος. Αφορά την ουσιαστική. Για να μπορέσει η Ελληνική πλευρά να θέσει ξανά ζήτημα διαπραγμάτευσης, πρέπει να υπάρξουν τρεις προϋποθέσεις: α) ρευστότητα (δηλαδή, ο χρόνος της αναδιαπραγμάτευσης να είναι κοντά στην εμφάνιση πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων), β) ισχυρή πολιτική συναίνεση και γ) Ευρωπαϊκός προσανατολισμός των κομμάτων που θα βρίσκονται στην εξουσία.

Αναφορικά με την αναδιαπραγμάτευση, υπάρχουν δύο ζητήματα που αναφύονται: Το πρώτο σχετίζεται με το χρόνο έναρξης της διαπραγμάτευσης και το δεύτερο με την κατεύθυνση και την ποιότητά της.

Για τον καταλληλότερο χρόνο έναρξης της διαπραγμάτευσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τέσσερις παράγοντες:

1. Να εξελιχθεί η Ευρωπαϊκή κρίση και να διαμορφωθεί η νέα Ευρωπαϊκή οικονομική πραγματικότητα (deleveraging, recovery, κλπ.).

2. Να προχωρήσει η εφαρμογή (ή η διαφοροποίηση) της Fiscal Compact Treaty και έτσι να απελευθερωθούν διαδικασίες νομισματικοποίησης του χρέους.

3. Να υπάρχουν Ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις που να πιστεύουν στις αλλαγές αυτές.

4. Η Ελληνική οικονομία, εξάλλου, χρειάζεται ενάμιση χρόνο ακόμα για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα διάσωσης και να αρχίσει να αποδίδει από το τέλος του 2013.

Συνεπώς, ο καταλληλότερος χρόνος για την αναδιαπραγμάτευση του Ελληνικού πακέτου είναι τα μέσα του 2013.

Το πακέτο διάσωσης της Ελληνικής οικονομίας έχει να κάνει με έξι ζητήματα:

α) το δημόσιο χρέος,

β) τη στήριξη του ισοζυγίου πληρωμών,

γ) την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών,

δ) την ποιότητα των σχέσεων επικοινωνίας με τους συνεταίρους μας (που επλήγη κυρίως από την κακή δημοσιοοικονομική διαχείριση και τα πλασματικά οικονομικά στοιχεία),

ε) τις διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή το Business Model της οικονομίας και

στ) τον ηθικό κίνδυνο, δηλαδή να ανοίξουμε ένα δρόμο, όπου κάθε κράτος, που διασώζεται, υπογράφει (για να σωθεί) και στη συνέχεια ζητάει να διαγραφούν οι υποχρεώσεις του.

Και τα έξι θέματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. 

Δυστυχώς, υπάρχει ένα ουσιαστικό πρόβλημα επικοινωνίας ανάμεσα στην Ελληνική κοινωνία και τους συνεταίρους μας: Η Ελληνική κοινωνία θεωρεί, φανερά τουλάχιστον, ότι κρίσιμο πρόβλημα είναι μόνο το ζήτημα του δημόσιου χρέους. Επίσης, με τη στάση της και μέσω των πολιτικών της εκπροσώπων υπερασπίζεται σιωπηλά τη μη αλλαγή ή έστω τη μερική μεταβολή της οργάνωσης του τρόπου παραγωγής στην Ελληνική κοινωνία.

Από την άλλη μεριά, οι εταίροι μας δίνουν πολύ μεγάλη σημασία και στην ποιότητα των σχέσεων επικοινωνίας, Γι’ αυτούς δεν έχει σημασία αν γίνονται εκλογές και μεταβάλλεται η Ελληνική πολιτική σκηνή. Σημασία έχουν οι συμφωνίες που υπογράφονται.

Τους απασχολεί και το ζήτημα της αλλαγής του παραγωγικού συστήματος. Θεωρούν ότι, εάν δεν αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο, δε θα μπορέσει η οικονομία να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του νέου παγκόσμιου περιβάλλοντος και θα είναι αναγκασμένοι να την κρατάνε στη ζωή για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το ζήτημα του ηθικού κινδύνου τείνει να υποτιμάται εξαιρετικά από την Ελληνική πλευρά. Ωστόσο, στη διεθνή σκηνή αυτό το σημείο είναι καθοριστικό για τις εξελίξεις, διότι με αυτό συναρτάται άμεσα η προοπτική ενοποίησης της Ευρώπης. Η Ευρώπη, θεωρητικά, προφανώς μπορεί να ενοποιηθεί με ή χωρίς την Ελληνική οικονομία, αφού σημασία έχει το τι θα γίνει με τις μεγάλες οικονομίες και όχι με το τι πρόκειται να συμβεί με το 2,3% του ΑΕΠ, που είναι η Ελληνική οικονομία.

Η Ευρώπη, όμως, δεν έχει καμία προοπτική ενοποίησης, εάν αγνοείται το κόστος των οικονομικών αποφάσεων από οποιαδήποτε χώρα και εάν προέρχεται.

Βεβαίως, η βαρύτατη ύφεση έχει ήδη δημιουργήσει ένα πολύ υψηλό κόστος για αποφάσεις του παρελθόντος, που με τη σειρά του επιτρέπει να ελπίζουμε σε μία ουσιαστική διαπραγμάτευση. Άλλο, όμως, διαπραγμάτευση και άλλο ρήξη με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Εάν αυτό το σημείο είχε διευκρινιστεί επαρκώς από τους πολιτικούς φορείς που συμμετέχουν στις εκλογές, η ζωή μας θα ήταν κατά πολύ ευκολότερη.

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.