Η πολιτικά υπερτιμημένη έξοδος στις αγορές δεν θα είναι κάτι νέο, αφού μετά το 2010 έχουμε βγει αρκετές φορές με αρχή το 2014. Από οικονομικής άποψης πρόκειται για ένα θετικό βήμα. Να σημειωθεί ότι οι χώρες της Ευρωζώνης θα δανειστούν το 2019 περίπου 852 δισ. ευρώ και εμείς αναζητούμε ακόμα περίπου 5 δισ.! Σήμερα η σταθμισμένη μέση λήξη του ελληνικού χρέους είναι 18,5 χρόνια, το ενεργό επιτόκιο 2%, το 85% έχει σταθερό επιτόκιο και το 79% του χρέους διακρατείται από την ECB κ.λπ. Η εικόνα του χρέους έχει περιθώρια βελτίωσης εάν μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τα δάνεια του IMF (8 δισ.) που λήγουν μέχρι το 2024 και έχουν κόστος, γύρω στο 3%. Εάν σήμερα επιχειρήσουμε έξοδο με 10ετές ομόλογο, και δεν αναβληθεί, το πιο πιθανόν είναι ότι θα επιτύχουμε ένα επιτόκιο που θα κυμανθεί μεταξύ 3,70% και 4% επηρεαζόμενου από τις αξιολογικές κρίσεις της EC. Από το καλοκαίρι του 2019 θα έχουμε μία συνεχή μείωση του κόστους χρέους και μία συνεχή βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος η οποία αναμένεται να φθάσει στην επενδύσιμη βαθμίδα μέχρι τα μέσα του 2020. Παράλληλα θα μειώνεται και το κόστος χρηματοδότησης πρωτογενούς χρέους που αναμένεται να κινηθεί γύρω στο 3,2% τον Ιούνιο του 2019 και 3% τον Μάρτιο του 2020.
Σε αυτό συμβάλλει και η καθοδική κίνηση της παγκόσμιας οικονομίας. Η εξέλιξη μας ευνοεί γιατί εάν διατηρηθούν από τη ECB οι χαλαρές συνθήκες ρευστότητας στην ευρωπαϊκή οικονομία ενώ εμείς αναβαθμιζόμαστε πιστοληπτικά, το 2020 μπορεί να εισέλθουμε και στο πλαίσιο χρηματοδοτήσεών της.
Όμως το ότι έχει δημοσιοποιηθεί ένα πρόγραμμα εξόδου στις αγορές μάς υποχρεώνει να το ακολουθήσουμε. Είναι πάντως γεγονός ότι το δεύτερο μισό του 2019 και βεβαίως τον επόμενο χρόνο ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας θα έχει βελτιωθεί, οι συνθήκες ρευστότητας θα είναι ευνοϊκότερες και η πιστοληπτική ικανότητά μας θα έχει βελτιωθεί περαιτέρω. Συνεπώς δεν πρέπει να βιαζόμαστε.