Aπό την λίθινη εποχή o άνθρωπος άλλαζε την φύση
Καθώς ο άνθρωπος εδραίωνε την παρουσία του στον πλανήτη προοδεύοντας πληθυσμιακά, τεχνολογικά και πολιτιστικά χρειαζόταν ολοένα και περισσότερο ελεύθερο διαθέσιμο χώρο για να ζήσει και να εξελιχθεί. Για να βρει αυτόν τον χώρο ανακάλυψε την μέθοδο της αποψίλωσης των δασών η οποία γινόταν φυσικά μέσω της πρόκλησης πυρκαγιών.
Μέχρι σήμερα πιστευόταν όταν αυτή η τακτική χρησιμοποιήθηκε και αναπτύχθηκε μετά την εμφάνιση της γεωργίας πριν από περίπου 12 χιλιάδες έτη για την δημιουργία νέων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Όμως ερευνητική ομάδα ανακάλυψε πανάρχαιους οικισμούς στις βόρειες ακτές της Λίμνης Μαλάουι στην Ανατολική Αφρική. Μελετώντας διάφορα ευρήματα που εντόπισαν εκεί σε συνδυασμό με τοπικά περιβαλλοντικά/κλιματικά δεδομένα εκείνης της εποχής οι ερευνητές κατέληξαν σε ένα πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές οι οικισμοί αυτοί που έχουν ηλικία περίπου 92 χιλιάδων ετών δημιουργήθηκαν μετά από πυρκαγιές που έβαλαν οι άνθρωποι στα δάση που υπήρχαν εκεί για να δημιουργηθεί χώρος για να ζήσουν οι συνεχώς αυξανόμενοι πληθυσμοί της περιοχής. Στην συνέχεια αφού δημιουργήθηκαν αυτοί οι οικισμοί οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί συνέχιζαν να βάζουν πυρκαγιές για να εμποδίσουν την φυσική διαδικασία της αναδάσωσης. Οι μεγάλες θαμνώδεις εκτάσεις που υπάρχουν σε αυτή την περιοχή είναι αποτέλεσμα αυτής της τακτικής που ακολούθησαν οι μακρινοί μας πρόγονοι η οποία καταγράφεται ως η πρώτη καταγεγραμμένη μεγάλης έκτασης ανθρώπινη παρέμβαση στην φύση.
«Είναι τα αρχαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρέμβασης για τον εκ θεμελίων μετασχηματισμό του οικοσυστήματος με την χρήση φωτιάς. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι άνθρωποι στο τέλος της Πλειστόκαινου εποχής είχαν αρχίσει να μαθαίνουν να χρησιμοποιούν την φωτιά με νέους επαναστατικούς τρόπους. Στην προκειμένη περίπτωση οι πυρκαγιές που προκάλεσαν αντικατέστησαν τα δάση που υπήρχαν στην περιοχή με τις εκτάσεις χαμηλής βλάστησης που υπάρχουν σήμερα εκεί» αναφέρει η Τζέσικα Τόμπσον καθηγήτρια ανθρωπολογίας στην Σχολή Τεχνών και Επιστημών του Πανεπιστημίου Γέιλ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Πηγή: naftemporiki