Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
Σε πρόσφατη εκδήλωση, με θέμα «Κτίζοντας μια νέα Ελλάδα», υποστηρίχτηκε ότι οι απόφοιτοι ΑΕΙ και οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων είναι κατά 400.000 περισσότεροι από τη ζήτηση στην αγορά εργασίας, ενώ οι εργαζόμενοι με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο είναι λιγότεροι από τη ζήτηση κατά 340.000 (!).
Βεβαίως, η ανεργία πράγματι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της Ελληνικής κοινωνίας με το ποσοστό της να διαμορφώνεται για το μήνα Σεπτέμβριο στο 26%, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Η κατάσταση είναι ακόμα πιο δραματική στους νέους, καθώς το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 56,4%.
Η ανεργία στην Ελληνική οικονομία όμως έχει τρεις βασικές πηγές:
1. Είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα λόγω αλλαγών στο διεθνή καταμερισμό των έργων.
2. Οφείλεται στη μείωση των επιπέδων της οικονομικής δραστηριότητας (ζήτησης) λόγω της οικονομικής ύφεσης, που προήλθε από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
3. Οφείλεται σε διαρθρωτικές παρεμβάσεις του προγράμματος δημοσιονομικής και ανταγωνιστικής εξυγίανσης.
Το έντονο πρόβλημα αυτής της περιόδου της διαρθρωτικής ανεργίας δεν είναι σημερινό, αλλά έχει ανακύψει από το 2008, οπότε μια σειρά γεγονότων τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο διαμόρφωσαν τις τάσεις εξέλιξης στην παγκόσμια οικονομία. Έτσι, πολλές δραστηριότητες σε πολλές χώρες (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους προς όφελος άλλων χωρών (κλωστοϋφαντουργία, κλπ.). Ειδικότερα, στην Ελλάδα οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και το υψηλό μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος οδήγησαν πολλές επιχειρήσεις (κυρίως της Κεντρικής Μακεδονίας) στην απόφαση να μεταφέρουν την παραγωγική τους διαδικασία στις γείτονες χώρες των Βαλκανίων. Όλες αυτές οι μεταβολές συνέβαλαν σημαντικά στη διαμόρφωση προϋποθέσεων αύξησης της διαρθρωτικής ανεργίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανεργία εμφανίζεται με ένα ή δύο χρόνια υστέρηση σε σχέση με τις οικονομικές εξελίξεις.
Ωστόσο, η έξαρση της ανεργίας, σε πολύ μεγάλο βαθμό, οφείλεται και στη μείωση της ζήτησης λόγω της μεγάλης οικονομικής ύφεσης. Η εφαρμογή των μέτρων λιτότητας και η μείωση της αγοραστικής δύναμης περιόρισε σημαντικά την καταναλωτική ζήτηση, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο κύκλος δραστηριότητας των επιχειρήσεων. Η εφαρμογή των μέτρων λιτότητας περιόρισε περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα. Οι αρνητικοί πολλαπλασιαστές, οι οποίοι δείχνουν πόσο μεταβάλλεται η οικονομική δραστηριότητα μετά από μια μεταβολή στις δημόσιες δαπάνες, αποδεικνύονται πολύ μεγαλύτεροι της μονάδας, καθώς αγγίζουν το 1,32 σε περιόδους ύφεσης. Μάλιστα, οι πολλαπλασιαστές επιμέρους κατηγοριών δαπανών, οι μισθολογικές δαπάνες είναι εκείνες που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πολλαπλασιαστή, ο οποίος ανέρχεται σε 2,35. Δε θα πρέπει, επομένως, να προκαλεί εντύπωση το βάθος της ύφεσης που κατέγραψε η Ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, καθώς η αρνητική της ευαισθησία στις μεταβολές της δημοσιονομικής πολιτικής ήταν ιδιαίτερα αυξημένη.
Παράλληλα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του προγράμματος δημοσιονομικής και ανταγωνιστικής προσαρμογής επιχειρούν να μεταφέρουν παραγωγικούς συντελεστές (π.χ. από τις κατασκευές στον επιχειρηματικό τομέα) προς εκείνους τους κλάδους, οι οποίοι είναι εξωστρεφείς και θα μπορούν να σταθούν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αυτές οι κινήσεις διογκώνουν την ανεργία.
Οι προοπτικές απασχόλησης συσχετίζονται με το επίπεδο εκπαίδευσης. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποδεικνύουν ότι όσο υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο έχει κάποιος, τόσο πιο μεγάλες οι πιθανότητες απασχόλησής του. Στο Διάγραμμα 1 παρουσιάζονται τα ποσοστά των απασχολούμενων ανά εκπαιδευτικό επίπεδο για το 1998 και το 2012. Συγκεκριμένα, το 81% των κατόχων Διδακτορικών ή Μεταπτυχιακών σπουδών για το έτος 2012 είναι απασχολούμενοι, εν αντιθέσει με το 1998 όπου το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 77%. Για τις χαμηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες η κατάσταση διαφοροποιείται, καθώς η απασχόληση των κατόχων απολυτήριου δημοτικού ανέρχεται μόλις στο 24%, σημειώνοντας δραματική πτώση σε σχέση με το 1998 όπου βρισκόταν στο 42%. Σε απόλυτους αριθμούς, το 1998 οι απόφοιτοι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ανερχόταν στα 3,1 εκατομ., ενώ το 2012 στα 2,4 εκατομ. (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Μειώθηκαν δηλαδή ταυτόχρονα τα ποσοστά απασχόλησης σε όλες τις επιμέρους εκπαιδευτικές βαθμίδες.
Διάγραμμα 1. Ποσοστό απασχολούμενων ανά εκπαιδευτική βαθμίδα.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ και ίδιοι υπολογισμοί.
Όπως, όμως, προκύπτει από το Διάγραμμα 1 οι απόφοιτοι των υψηλών εκπαιδευτικών βαθμίδων αντιμετωπίζουν μικρότερο πρόβλημα στην εύρεση εργασίας, καθώς τα επίπεδα απασχόλησης παραμένουν υψηλά. Το μεγαλύτερο, δηλαδή, πλήγμα υπέστη το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Ουσιαστικά, δηλαδή, το πραγματικό συμπέρασμα από τα στατιστικά στοιχεία είναι αντίστροφο από αυτό με το οποίο ανοίξαμε το άρθρο.
Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η παραπάνω σκοταδιστική αντίληψη είναι προφανώς λάθος, αφού υπονοείται ότι, εάν σήμερα είχαμε 400.000 λιγότερους απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και 340.000 περισσότερους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα είχαμε λύσει το πρόβλημα της απασχόλησης και της οικονομικής δραστηριότητας. Ο συλλογισμός αυτός αγνοεί ότι ναι μεν τα ποσοστά απασχόλησης ανά εκπαιδευτικό επίπεδο έχουν μειωθεί, δεν εντοπίζει όμως ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανεργίας αφορά στο ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Εάν εξάγαμε 400.000 πτυχιούχους στην Γερμανία και εισάγαμε 340.000 χαμηλής ειδίκευσης εργαζόμενους, θα είχαμε λύσει το πρόβλημά μας; Όχι βέβαια. Στο επόμενο σοκ, μάλιστα, θα χρειαζόμασταν ακόμα λιγότερους πτυχιούχους και περισσότερο ανειδίκευτους κτλ. Θα είχαμε δηλαδή οργανώσει μια οικονομία χαμηλής εξειδίκευσης εντελώς τρωτή σε οποιονδήποτε, έστω και ελαφρύ, νέο άνεμο ανταγωνισμού.
Βεβαίως, θέματα ανάπτυξης του εκπαιδευτικού συστήματος υπάρχουν και μάλιστα σοβαρότατα. Θέματα επίσης κινητικότητας της εργασίας υπάρχουν και μάλιστα πολύ σοβαρά. Η διαχείρισή, όμως, του εργατικού δυναμικού είναι πολύ σοβαρή υπόθεση.
Η σημασία του ανθρώπινου κεφαλαίου γίνεται ιδιαιτέρως εμφανής στην περίοδο της κρίσης. Η επένδυση στη γνώση και στη μόρφωση είναι στρατηγική επιλογή. Οι περί του αντιθέτου απόψεις, σχετικά με την υπερπροσφορά πτυχιούχων και έλλειψης ανειδίκευτου προσωπικού ως ο κύριος λόγος της διόγκωσης ανεργίας στην Ελλάδα, χάνουν την ουσία του προβλήματος: Ότι η γνώση πάντοτε σώζει.
* Με τη συνεργασία του Διονύση Βαλσαμή, Οικονομολόγου και υπ. Διδάκτορα Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ.
* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.