Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΕΞΩΘΕΝ ΛΥΤΡΩΣΗΣ

Η διαμόρφωση της θέσης της πολιτικής ηγεσίας στη σχέση της Ελλάδας με την Τρόικα βρίσκεται μεταξύ δύο αντικρουόμενων δυνάμεων: Από τη μία μεριά, είναι τα όρια των δυνατοτήτων αναδιαπραγμάτευσης, που τα διαμορφώνουν οι υπογεγραμμένες συμφωνίες μας. Από την άλλη, βρίσκεται η πολιτική εντολή για την επανατοποθέτηση του προγράμματος σταθεροποίησης, όπως προήλθε από τις εκλογές.

Η πολιτική ηγεσία έχει τρεις επιλογές:

Στρατηγική Ι: Να αγνοήσει το πολιτικό περιεχόμενο του αποτελέσματος των εκλογών.

Στρατηγική ΙΙ: Να προσπαθήσει να προσαρμοστεί μερικώς στις απαιτήσεις του υπάρχοντος σταθεροποιητικού προγράμματος, ελπίζοντας σε μια μελλοντική ευνοϊκή αντιμετώπιση των Ελληνικών αιτημάτων (κυρίως επιμήκυνση, αναχρηματοδότηση).

Στρατηγική ΙΙΙ: Να αναπτύξει μια εναλλακτική πολιτική απεγκλωβισμού, που θα συνδυάζει το σεβασμό των τωρινών δεσμεύσεων και την έξοδο της Ελληνικής οικονομίας στις αγορές μεταξύ 2015 και 2018.

Εννοείται ότι εξ’ ορισμού αποκλείουμε το ενδεχόμενο ρήξης με την Τρόικα, διότι ουδέποτε υπήρξε μία παρόμοια θέση στο πρόγραμμα των τριών πολιτικών δυνάμεων που συγκυβερνούν.

Στο σημείωμα αυτό θα σχολιάσουμε τις δύο πρώτες επιλογές, αφιερώνοντας την επόμενη ανάρτηση στην τρίτη.

Στρατηγική Ι: Η Ελληνική κυβέρνηση έχει σαφή πολιτική εντολή (που προήλθε από τις εκλογές) για αναδιαπραγμάτευση των όρων λειτουργίας του σταθεροποιητικού προγράμματος. Είναι αδύνατον να αγνοηθεί η εντολή αυτή και να οδηγηθούν τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση σε πολιτική αυτοκτονία. Το θέμα είναι βαθύτατα πολιτικό και ηθικό και αφορά το δομικό μέλλον της πολιτικής λειτουργίας της Ελληνικής κοινωνίας. Οι σκέψεις, που μπορεί να πέφτουν στο τραπέζι, ότι μοναδική προτεραιότητα είναι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και αρκεί να συντάξουμε ένα χονδρικό πρόγραμμα των €11,5 δις, για να πάρουμε τη δόση του Σεπτεμβρίου των €31,5 δις (€26 δις για την ανακεφαλαιοποίηση, €4 δις για την αναχρηματοδότηση του χρέους και €1,5 δις για τις εσωτερικές ανάγκες της οικονομίας), είναι πολιτικά απαράδεκτη και οικονομικά λανθασμένη.

Επομένως, νομίζουμε πως είναι αρκετά φανερό ότι η Στρατηγική Ι απορρίπτεται.

Στρατηγική ΙΙ: Φαίνεται, μέχρι στιγμής, να είναι η κυρίαρχη πολιτική γραμμή που ακολουθεί η Κυβέρνηση. Προφανώς εκτιμά ότι: α) τα περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης είναι εξαιρετικά περιορισμένα και αφορούν κυρίως στον τρόπο εφαρμογής του προγράμματος σταθερότητας, β) οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα πάρουν θετική τροπή, έτσι ώστε αργότερα να δημιουργηθεί ευνοϊκή συγκυρία για τις Ελληνικές θέσεις.

Είναι δικαιολογημένη αυτή η πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψη ότι φέρει ένα πολύ σοβαρό κόστος, αυτό δηλαδή της μη άμεσης προώθησης του ζητήματος της αναδιαπραγμάτευσης;

Η επιλογή αυτή θεμελιώνεται σε μια σειρά από λόγους:

1) Θα πρέπει πρώτα να ωριμάσει το πρόγραμμα (2012-2013), να καλυφθούν οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, να καλυφθούν οι δημοσιονομικές ανάγκες και οι ανάγκες του ισοζυγίου πληρωμών.

2) Το ζήτημα της επιμήκυνσης σχετίζεται κυρίως με τη διάσωση της Ισπανίας και λίγο αργότερα της Ιταλίας. Με δεδομένο ότι η ΕΚΤ δε δέχεται μέχρι στιγμής κούρεμα στα ομόλογα που κατέχει, αλλά επιμένει να δημιουργεί κεφαλαιακά κέρδη (όχι, πάντως, με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους της) από τη διαφορά τιμών κτήσης και ονομαστικής αξίας, δημιουργεί ζήτημα «προτεραιότητας αποπληρωμής» των χρεών υπέρ της. Έτσι, όσο μεγαλώνει το πρόβλημα της Ισπανίας τόσο μεγαλώνει και ο πανικός του ιδιωτικού κεφαλαίου ότι θα κουρευτούν κατά τρόπο άδοξο και απομακρύνεται από τις αγορές αναχρηματοδότησης του χρέους. Άρα, κερδίζοντας χρόνο, πλησιάζουμε τη στιγμή που η ΕΚΤ και οι άλλοι «officials» θα δεχθούν ενδεχομένως την αλλαγή στην προτεραιότητα, άρα θα δεχθούν την επιμήκυνση στην Ελλάδα, ουσιαστικά χρηματοδοτώντας τη με το κούρεμα των ομολόγων που κατέχει. Οι σκέψεις, πάντως, αυτές βρίσκονται στην περιοχή της επιθυμίας και όχι απαραιτήτως της προοπτικής υλοποίησης.

3) Πλησιάζουμε το Σεπτέμβριο του 2012, όπου με την απόφαση του Ανώτατου Γερμανικού Δικαστηρίου θα ενεργοποιηθεί ο ESM, γεγονός που θα οπλίσει την Ευρωπαϊκή πολιτική με περισσότερα μέσα.

4) Πλησιάζει χρονικά η στιγμή, που οι χώρες του κέντρου και ιδίως η Γερμανία θα δεχτούν μία διαφοροποιημένη (Βορρά - Νότου) νομισματική πολιτική, αποδεχόμενες έναν αυξημένο πληθωρισμό στο Βορρά και αποκαθιστώντας τις σχέσεις ανταγωνιστικότητας Βορρά - Νότου.

5) Δεν ενεργοποιείται καμία διαδικασία επανέγκρισης της συμφωνίας από τα Ευρωπαϊκά Όργανα και τα 16 Κοινοβούλια, πράγμα που είναι εξαιρετικά τεχνικά δύσκολο. Προσωπικά, εκτιμώ ότι η Ελλάδα άλλη μία φορά μπορεί ν’ απασχολήσει τα Ευρωπαϊκά Κοινοβούλια και αυτή μόνο αν είναι για καλό!

6) Πλησιάζουμε περισσότερο στη διαμόρφωση ουσιαστικών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, γεγονός που βελτιώνει δραματικά την κατάσταση της ρευστότητας της εσωτερικής πραγματικής οικονομίας, άρα και τη διαπραγματευτική Ελληνική θέση.

7) Ακολουθείται μια πολιτική αποφυγής του κινδύνου, που ενδεχομένως επιφυλάσσουν οι επόμενοι μήνες στην Ευρωζώνη εν μέσω της προφανούς δυσκολίας της να επιλύσει άμεσα το ζήτημα του χρέους της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Κύπρου, της Σλοβενίας και της Φινλανδίας (αντίστροφη στάση).

8) Υπάρχει από την Ελληνική πλευρά μια βαθύτερη εμπιστοσύνη στο ότι οι χειριστές της Ελληνικής υπόθεσης σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, πιεζόμενοι και από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, θα αντιμετωπίσουν κάποια στιγμή με αναπάντεχα ευνοϊκό τρόπο την Ελληνική περίπτωση. Έτσι, θα ακυρωθεί η Ευρωπαϊκή ομάδα σκέψης που επιθυμεί την Ελλάδα για λόγους Ευρωπαϊκής διαπαιδαγώγησης να αποπεμφθεί εκτός ευρώ. Παράλληλα, θα αναγνωριστεί η έκταση του λάθους και της υφεσιακής κρίσης που προκλήθηκε στην Ελλάδα (λανθασμένοι πολλαπλασιαστές, κλπ.) και θα ανταμειφθεί με κάποιες ευνοϊκές ρυθμίσεις. Η πεποίθηση αυτή εδράζεται σε μία σειρά εντυπώσεων κυρίως από την εύφορη περίοδο που εισήλθε η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, που πράγματι επικράτησε η καλή θέληση και φαντασία όλων των πλευρών για να λυθούν λεπτά θέματα που φαίνονταν εμπόδια για την επιτυχή ολοκλήρωση του όλου εγχειρήματος. Πρόκειται για μία σχολή σκέψης που πιστεύει στην υποκατάσταση της επίλυσης προβλημάτων πολιτικής και οικονομίας με χειρισμούς ανθρωπίνων σχέσεων και σχέσεων διαχείρισης μεταξύ επιμέρους κέντρων αποφάσεων. Πολύ φοβάμαι ότι παρόμοιες προσδοκίες θα έχουν φτωχά αποτελέσματα. Οι συνθήκες είναι εξαιρετικά διαφορετικές, δεν υπάρχει μόνο ένα κέντρο εξουσίας, και τα προβλήματα πολιτικής είναι πολύ βαριά για να λύνονται με τον τρόπο αυτό. Υποσχέσεις μπορεί να δίνονται, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα κρατηθούν.

Η παραπάνω ανάλυση δείχνει ότι η Στρατηγική ΙΙ έχει σοβαρά ερείσματα λογικής, πλην όμως περιέχει δύο μειονεκτήματα: α) της παραγκώνισης του πολιτικού μηνύματος των εκλογών και β) στηρίζει όλα τα θετικά της στοιχεία σε μία προσδοκία λυτρωτικής παρέμβασης του Ευρωπαϊκού παράγοντα, είτε με τη μορφή επέμβασης στην Ελλάδα είτε αλλαγών στην Ευρώπη.

Όσον αφορά στο πρώτο σημείο, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το μήνυμα του αποτελέσματος των εκλογών επιδέχεται αρκετές και διαφορετικές τακτικές υλοποίησης. Άρα, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η Στρατηγική ΙΙ είναι σύμφωνη με το σεβασμό του πολιτικού εκλογικού αποτελέσματος, αρκεί βέβαια να εξελιχθεί θετικά και το σκέλος της έξωθεν λυτρωτικής παρέμβασης. Γιατί, αν αυτό δεν υλοποιηθεί, θα απομένει απλώς μια πιστή εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος που, όπως είναι, συνδέεται πλέον με πολλές αμφιβολίες για το κατά πόσο υπόσχεται και μία αναπτυξιακή πορεία στη συνέχεια.

Διότι αυτό είναι το τελικό ζητούμενο: Όχι μόνο να επιστρέψουμε σε έναν οικονομικό ορθολογισμό διαχώρισης των δημόσιων οικονομικών και του ισοζυγίου πληρωμών, αλλά και να επιτύχουμε μία αναπτυξιακή πορεία στη συνέχεια (μείωση της ανεργίας και αύξηση των εισοδημάτων).

Πιστεύω ότι αποτελεί πολύ σοβαρή πεποίθηση της επικρατούσας άποψης των Ευρωπαίων ότι η δημοσιονομική ελευθεριότητα που χαρακτήρισε την Ελληνική κοινωνία και πολιτική τάξη τα τελευταία χρόνια είναι μονιμότερο χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κοινωνίας. Βαθύτατα πιστεύουν ότι κάποια χρόνια πειθάρχησης δεν έχουν σταθεί και δεν πρόκειται να σταθούν ικανά ν’ αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας και της οικονομίας. Συνεπώς, η πειθάρχηση ήρθε για να μείνει. Αυτή όμως είναι μια αρχή που τελικά δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά γενικότερα όλες τις χώρες που στηρίχθηκαν σε χρέη για την ανάπτυξή τους. Από τις ΗΠΑ, μέχρι τη Μ. Βρετανία, την Ισπανία, κ.λπ. Όλος ο γνωστός δυτικός κόσμος θα λειτουργήσει με βάση το δόγμα αυτό τα επόμενα χρόνια. Βεβαίως, μια τέτοια κατάσταση θα είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή, που χαρακτηρίζεται από αύξηση της ανεργίας και μείωση των εισοδημάτων. Δε θα είναι, όμως, και η άλλη πλευρά του νομίσματος που θα επιτρέψει ειδικά στην Ελλάδα να ισοσταθμίσει τις πολύ μεγάλες ζημιές που υφίσταται από τα προγράμματα σταθεροποίησης με σοβαρότατες αρνητικές αναδιανεμητικές επιπτώσεις.

Μέχρι σήμερα, η έξωθεν παρέμβαση μας έχει διασώσει και έχει διαχειριστεί το δημόσιο χρέος. Όμως, η έξωθεν παρέμβαση για την επιστροφή στην ανάπτυξη είναι μία καθαρή Ουτοπία. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο παίζει γλυκιά μουσική για τ’ αυτιά των κουρασμένων Ελλήνων.

Και έτσι μένουμε μόνοι μας: Χωρίς την Ουτοπία της Πτώχευσης, χωρίς την Ουτοπία της Έξωθεν Λύτρωσης. Εμείς και οι αποφάσεις μας.

Μήπως, λοιπόν, θα πρέπει να πάρουμε τα θετικά στοιχεία της Στρατηγικής ΙΙ και να διαμορφώσουμε τη Στρατηγική ΙΙΙ ως Έξοδο από τον Εγκλωβισμό;!

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.