Ο εσωτερικός έλεγχος στον δημόσιο τομέα δεν περιορίζεται σε μια διαδικασία συμμόρφωσης με κανόνες. Αντίθετα, αποτελεί έναν κρίσιμο θεσμικό μηχανισμό που ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών, θωρακίζει την ακεραιότητα των οργανισμών και συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση κουλτούρας καινοτομίας. Σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων προσδοκιών για διαφάνεια, αποδοτικότητα και λογοδοσία, ο ρόλος των εσωτερικών ελεγκτών εξελίσσεται: από παραδοσιακούς "ελεγκτές" σε στρατηγικούς συμβούλους που εντοπίζουν κινδύνους, ενδυναμώνουν τις διαδικασίες και προτείνουν λύσεις.
Η θεσμική εδραίωση του εσωτερικού ελέγχου μέσω του Ν. 4795/2021, εισήγαγε ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο πλαίσιο λειτουργίας Μονάδων Εσωτερικού Ελέγχου (ΜΕΕ) σε φορείς του δημοσίου, βασισμένο στην υιοθέτηση διεθνών προτύπων εσωτερικού ελέγχου, όπως το International Professional Practices Framework (IPPF) του Ινστιτούτου Εσωτερικών Ελεγκτών (ΙΕΕ) και το πλαίσιο COSO για τον έλεγχο και τη διαχείριση κινδύνων.
Ο νόμος προβλέπει τη σύσταση ΜΕΕ σε υπουργεία, ανεξάρτητες αρχές, πανεπιστήμια, περιφέρειες, δήμους και λοιπούς εποπτευόμενους οργανισμούς, την κατάρτιση ετήσιων σχεδίων ελέγχου, την τήρηση Κώδικα Δεοντολογίας και την υποχρέωση έκδοσης εκθέσεων με πορίσματα και συστάσεις. Καθιερώνει επίσης τη διαδικασία παρακολούθησης (follow-up) της υλοποίησης των προτεινόμενων διορθωτικών ενεργειών. Κεντρικό ρόλο στο σύστημα διαδραματίζει η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ), ως αρμόδιος φορέας για την υποστήριξη, καθοδήγηση και εποπτεία των ΜΕΕ, καθώς και για την ανάπτυξη προτύπων και εργαλείων ελέγχου.
Παράλληλα, η θεσμοθέτηση της διαχείρισης κινδύνων στον δημόσιο τομέα, αποτελεί κρίσιμο πυλώνα για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης. Οι διαχειριστές κινδύνου αναπτύσσουν συνεργατικές σχέσεις με τους εσωτερικούς ελεγκτές που ενισχύουν την αποτελεσματικότητα του συνολικού συστήματος εσωτερικού ελέγχου. Μέσω της συνεχούς ανταλλαγής πληροφοριών και της ευθυγράμμισης των στόχων τους, συμβάλλουν από κοινού στην έγκαιρη αναγνώριση, αξιολόγηση και αντιμετώπιση των κινδύνων. Η συνέργεια αυτή είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου διακυβέρνησης.
Όταν η εσωτερική αξιολόγηση και η διαχείριση κινδύνων συμπορεύονται με το στρατηγικό σχεδιασμό του οργανισμού, μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλοί μετασχηματισμού της δημόσιας διοίκησης — από εσωστρεφή και διαδικαστική σε ευέλικτη, αξιόπιστη και προσανατολισμένη στον πολίτη.
Ωστόσο, παρά τη θεσμική πρόοδο, η εφαρμογή του εσωτερικού ελέγχου στον ελληνικό δημόσιο τομέα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Οι κυριότερες εξ αυτών είναι:
- Η απουσία κουλτούρας εσωτερικού ελέγχου, παραμένει ένα από τα βασικά εμπόδια για την αποτελεσματική λειτουργία των ΜΕΕ. Σε αρκετούς οργανισμούς, ο εσωτερικός έλεγχος αντιμετωπίζεται ως μηχανισμός ελέγχου και επιβολής ευθυνών αντί να αναγνωρίζεται ως σύμμαχος στη βελτίωση των διαδικασιών και την ενίσχυση της οργανωτικής απόδοσης. Η εσφαλμένη αυτή αντίληψη οδηγεί συχνά σε θεσμική αντίσταση, η οποία υπονομεύει την ανεξαρτησία και την αποτελεσματικότητα των ΜΕΕ.
- Η ανεπαρκής στελέχωση των ΜΕΕ, τόσο σε αριθμό όσο και σε κρίσιμες δεξιότητες (π.χ. διαχείριση κινδύνων, χρήση audit tools, εφαρμογή διεθνών προτύπων), αποτελεί κρίσιμο ανασταλτικό παράγοντα. Όπως επισημάνθηκε και στην πρόσφατη ημερίδα της ΕΑΔ για τον εσωτερικό έλεγχο στη δημόσια διοίκηση (Ιούνιος 2025), το πρόβλημα αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στους ΟΤΑ όπου λειτουργούν ΜΕΕ με ένα ελεγκτή.
- Η ανάγκη για πιστοποίηση και συνεχή επιμόρφωση των εσωτερικών ελεγκτών είναι επιτακτική. Το Ινστιτούτο Επιμόρφωσης μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά με στοχευμένα προγράμματα κατάρτισης, ενώ η συμμετοχή σε σεμινάρια του ΙΕΕ είναι κρίσιμη για την αναβάθμιση των επαγγελματικών δεξιοτήτων των ελεγκτών.
Παρά τις δυσκολίες, ο εσωτερικός έλεγχος βρίσκεται σε κομβικό στάδιο εξέλιξης, με σημαντικές ευκαιρίες ενίσχυσης και ωρίμανσης. Η εμπειρία που έχει συσσωρευθεί τα τελευταία έτη από τους πρώτους εσωτερικούς ελεγκτές μπορεί να αποτελέσει πολύτιμη βάση για τη δημιουργία εγχώριας τεχνογνωσίας (know-how).
Για να αξιοποιηθεί ουσιαστικά και με συνέπεια η τεχνογνωσία που έχει ήδη αναπτυχθεί, είναι σημαντική η ίδρυση Συνδέσμου Εσωτερικών Ελεγκτών του Δημόσιου Τομέα. Ένας τέτοιος φορέας μπορεί να λειτουργήσει ως πλατφόρμα ανταλλαγής εμπειριών και βέλτιστων πρακτικών, ενίσχυσης της τεχνικής κατάρτισης και διαρκούς ενημέρωσης για εξελίξεις στον χώρο του ελέγχου. Παράλληλα, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη σταδιακή καλλιέργεια και διάχυση της κουλτούρας ελέγχου σε όλο το φάσμα της δημόσιας διοίκησης. Ήδη, οι πρώτοι εσωτερικοί ελεγκτές του δημόσιου τομέα έχουν οργανωθεί και βρίσκονται σε φάση προεργασίας για την επίσημη συγκρότηση του εν λόγω Συνδέσμου, με πρωτοβουλία μιας δραστήριας ομάδας επαγγελματιών του χώρου.
Παράλληλα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης αποτελεί μοναδική ευκαιρία, καθώς μπορεί να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα και την ακρίβεια των ελέγχων, μέσω της αξιοποίησης εργαλείων ανάλυσης δεδομένων (data analytics), συστημάτων διαχείρισης συμμόρφωσης (compliance monitoring tools) και εργαλείων διαχείρισης κινδύνων (risk management tools).
Η μεγαλύτερη ωστόσο πρόκληση αλλά και η σημαντικότερη προοπτική είναι η ενδυνάμωση του ρόλου του εσωτερικού ελεγκτή ως στρατηγικού εταίρου της διοίκησης. Ο εσωτερικός έλεγχος δεν πρέπει να περιορίζεται στην καταγραφή αδυναμιών, αλλά να συμβάλει ενεργά στη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων, στην πρόληψη κινδύνων και στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας για τον δημόσιο οργανισμό και την κοινωνία. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται ενίσχυση της εξωστρέφειας των Μονάδων Εσωτερικού Ελέγχου. Δεν αρκεί οι ΜΕΕ να λειτουργούν ως αυτόνομοι ελεγκτικοί μηχανισμοί που ενεργοποιούνται αποκλειστικά κατόπιν εντολής. Αντιθέτως, ο εσωτερικός έλεγχος πρέπει να καταστεί προσβάσιμος και προσιτός σε κάθε οργανική μονάδα του φορέα, ως εταίρος και σύμβουλος στη βελτίωση διαδικασιών, την πρόληψη κινδύνων και τη διασφάλιση της νομιμότητας και της αποδοτικότητας.
Η δυνατότητα κάθε υπηρεσιακής μονάδας να απευθύνεται αυτόνομα στη ΜΕΕ –είτε για διαβεβαιωτικό έργο είτε για συμβουλευτική υποστήριξη– αποτελεί δείκτη ωριμότητας του ελεγκτικού πλαισίου και προϋπόθεση για την εδραίωση κουλτούρας εσωτερικού ελέγχου στον δημόσιο τομέα. Μόνο όταν ο εσωτερικός έλεγχος αναγνωριστεί ευρέως ως εργαλείο υποστήριξης και βελτίωσης και όχι ως εξωτερικός "ελεγκτής", θα μπορέσει να διαδραματίσει τον ρόλο που του αναλογεί στο οικοσύστημα της δημόσιας διοίκησης.
Καταληκτικά, η ενίσχυση του ρόλου του εσωτερικού ελέγχου στον δημόσιο τομέα προϋποθέτει ένα θεσμικό και οργανωτικό περιβάλλον που αναγνωρίζει την αξία του. Κομβικό στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η ενεργή υποστήριξη και η σταθερή δέσμευση της διοίκησης – το λεγόμενο tone at the top, όπως καθιερώνεται στις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές. Η διοίκηση, μέσα από τη στάση της, τις επιλογές και τις προτεραιότητές της, συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός πλαισίου εμπιστοσύνης, διαφάνειας και λογοδοσίας, στο οποίο ο εσωτερικός έλεγχος μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά και ανεξάρτητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ελέγχου δεν αποτελεί απλώς διοικητική επιλογή, αλλά κρίσιμο θεμέλιο για την ενίσχυση της χρηστής διακυβέρνησης, τη διασφάλιση της κοινωνικής λογοδοσίας και τη διαρκή βελτίωση του δημόσιου τομέα.