Επιδείνωση στους δείκτες ψυχικής υγείας των εφήβων
Μια ανησυχητική εικόνα παρουσιάζουν οι δείκτες ψυχικής υγείας που προέκυψαν από τη διακρατική έρευνα με τίτλο «Έρευνα για τις Συμπεριφορές που Συνδέονται με την Υγεία των Εφήβων» (Health Behaviour in School-aged Children, HBSC), τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν από το Περιφερειακό Γραφείο του ΠΟΥ για την Ευρώπη.
Αυτό που φανερώθηκε είναι μια εκτεταμένη και ανησυχητική τάση επιδείνωσης της ψυχικής υγείας των εφήβων, κυρίως των κοριτσιών, σε Ευρώπη και Κεντρική Ασία.
Όσον αφορά τη χώρα μας, το 2022 (έτος συλλογής των πιο πρόσφατων δεδομένων) «πολύ καλή» υγεία ανέφεραν ότι έχουν μόνο δύο στους 5 εφήβους (42%) στην Ελλάδα, με το ποσοστό του δείκτη αυτού να είναι σταθερά μειούμενο κατά τη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας-ιδιαίτερα στο τελευταίο της μέρος.
Παρόμοια, μόλις ένας στους 3 εφήβους (32%) στη χώρα μας ανέφερε «υψηλά» επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή το 2022, με το ποσοστό αυτό να είναι επίσης σταθερά σε πτώση σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας 20ετίας. Τέλος, το 60% των εφήβων ανέφεραν εμμένουσες ψυχολογικές ή/και σωματικές ενοχλήσεις το 2022. Και, παρόλο που η τάση στο ποσοστό αυτό ήταν πτωτική μέχρι το 2014, την τελευταία 10ετία υπήρξε ανακοπή και αύξηση, η οποία επίσης εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη τα τελευταία χρόνια.
Όσον αφορά το αντιληπτό επίπεδο (σωματικής) υγείας στους εφήβους είναι στη χώρα μας σημαντικά υψηλότερο (42%) του διακρατικού μέσου όρου (36%). Στην Ελλάδα παρατηρούνται επιπλέον υψηλότερα ποσοστά εφήβων με αυτεπάρκεια – με ευχέρεια, δηλαδή, στο να βρίσκουν λύσεις σε μικρές ή μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν (69%, και 61%, αντίστοιχα) και να φέρνουν σε πέρας το έργο και τα καθήκοντα που έχουν αναλάβει (60% και 57%, αντίστοιχα).
Επιπλέον, και δείκτες όπως το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή και το αντιληπτό επίπεδο ψυχικής ευεξίας (mental well-being) βρίσκονται πολύ κοντά στο μέσον όρο του προγράμματος συνολικά.
Από την άλλη, σημαντικά υψηλότερο ποσοστό έφηβων αγοριών και κοριτσιών στην Ελλάδα (60%, έναντι 44% του διακρατικού μέσου όρου) αναφέρουν εμμένουσες ψυχολογικές και σωματικές ενοχλήσεις. Ειδικότερα, περισσότεροι από τους μισούς αισθάνονται συχνά νευρικότητα (53%) και ευερεθιστότητα (51%), ένας/μία στους/στις 3 (35%) είναι συχνά «στα κάτω τους» (ενδεικτικό θλίψης) και σε παρόμοια περίπου αναλογία (30%) έχουν δυσκολίες ύπνου. Τέλος, ένας στους 4 (25%) έχει συχνά πονοκέφαλους και σε ίδια αναλογία (24%) έχει πόνους στη μέση (ενδεικτικό απουσίας άσκησης και αδράνειας).
Τέλος, όπως και διεθνώς, έτσι και στην Ελλάδα, οι δείκτες ψυχικής υγείας και ευεξίας επιδεινώνονται με την ηλικία – το πέρασμα δηλαδή από τα 11 στα 13 και ακολούθως στα 15 έτη. Ωστόσο, αυτό που αποτελεί ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα είναι ότι η επιδείνωση αυτή φαίνεται να είναι σχεδόν παντού εντονότερη κυρίως κατά τη μετάβαση από το δημοτικό (ηλικία των 11) στο Γυμνάσιο (ηλικία των 13), παρά κατά τη μετάβαση από το Γυμνάσιο στο Λύκειο (ηλικία των 15).
Πηγή: ertnews.gr / ΑΠΕ-ΜΠΕ