Υπάρχουν έννοιες που επαναλαμβάνονται τόσο συχνά, ώστε χάνουν τη βαρύτητά τους. Η «ελευθερία του λόγου» είναι μια απ’ αυτές. Εμφανίζεται σταθερά στην πολιτική ρητορική, σε νομικά κείμενα και κείμενα κοινωνικών διεκδικήσεων, ενίοτε στις διαδικτυακές διενέξεις για μια ανάρτηση, ένα βίντεο, ένα σχόλιο, σχεδόν ως τελετουργική επίκληση. Το πρόβλημα δεν είναι η συχνότητα, αλλά η αμηχανία απέναντι στην ουσία: πότε η ελευθερία λόγου είναι δικαίωμα και πότε πρόσχημα; Ποιες είναι οι σύγχρονες απειλές της και γιατί δεν τις βλέπουμε πάντα έγκαιρα;
Η ελευθερία του λόγου είναι θεμελιώδες αλλά όχι απόλυτο δικαίωμα. Περιλαμβάνει τη δυνατότητα έκφρασης γνώμης, δημόσιας διατύπωσης ιδεών, πολιτικής ή καλλιτεχνικής κριτικής, ακόμη και διαφωνίας απέναντι σε κυρίαρχες απόψεις. Δεν εξασφαλίζει αποδοχή, αλλά προστασία. Δεν απαιτεί συμφωνία, αλλά χώρο για να εκφραστεί Αυτή η θεσμική «παραχώρηση χώρου» είναι και το κρίσιμο διακύβευμα στην εποχή του διαδικτύου.
Μια πρώτη πρόκληση είναι η ίδια η κλίμακα του διαδικτυακού λόγου. Το ερώτημα για τα όρια της ελευθερίας της γνώμης είναι διαχρονικό. Ωστόσο, ποτέ ξανά στο παρελθόν δεν εξέφραζαν τόσοι άνθρωποι τις απόψεις τους δημόσια, με τέτοια ευκολία και ταχύτητα. Η ψηφιακές πλατφόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν φωνή σε πολλούς που ως τότε παρακολουθούσαν σιωπηρά: μειονότητες, αποκλεισμένοι, νεολαία, περιθώρια της δημοσιότητας. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό. Όμως η ταχύτητα και η μαζικότητα έχουν και την άλλη όψη, τον κορεσμό, τη φθορά της σαφήνειας, την αποδυνάμωση της τεκμηρίωσης. Το να έχεις φωνή δεν σημαίνει πως έχεις λόγο, με την έννοια της ευθύνης, της σκέψης, του αντίκτυπου.
Μια δεύτερη, όχι λιγότερο σημαντική απειλή, είναι ο αλγόριθμος. Οι απόψεις μας δεν ταξιδεύουν σε ουδέτερο πεδίο. Φιλτράρονται, ενισχύονται ή καταστέλλονται από τεχνολογικά κριτήρια που δεν είναι πάντα φανερά. Το τι βλέπει ποιος, ποιος ακούγεται, ποιος καταγγέλλεται ή διαγράφεται, δεν καθορίζεται μόνο από θεσμούς ή νόμους, αλλά και από εμπορικές πλατφόρμες, ψηφιακούς κανονισμούς και μεταβλητές που δεν ελέγχονται εύκολα. Δεν έχουμε πρόβλημα λογοκρισίας, αλλά αδιαφάνειας.
Η τρίτη πρόκληση είναι ο κατακλυσμός σχολίων (flooding), η στοχευμένη επίθεση με υβριστικά ή απειλητικά μηνύματα σε όποιον διατυπώνει άποψη αντίθετη προς το ρεύμα ή το κυρίαρχο αφήγημα μιας ομάδας. Ο όχλος δεν έχει ανάγκη πλέον δρόμους και πλατείες. Αρκεί ένα hashtag. Το bullying δεν προϋποθέτει φυσική παρουσία, αλλά διασυνδεδεμένη επιθετικότητα. Το αποτέλεσμα είναι φίμωση όχι δια νόμου, αλλά δια ψυχολογικής εξάντλησης. Πολλοί σιωπούν από φόβο ή κόπωση, και όχι επειδή δεν έχουν κάτι να πουν.
Μια ακόμη σοβαρή απειλή είναι η εξάπλωση του ρητορικού λόγου μίσους (hate speech). Πρόκειται για εκφράσεις που δεν διατυπώνονται απλώς επιθετικά, αλλά έχουν στόχο την ταπείνωση, τη στοχοποίηση ή την υποκίνηση βίας απέναντι σε ομάδες ανθρώπων. Στο ψηφιακό περιβάλλον, ο λόγος μίσους εξαπλώνεται γρήγορα, συχνά υπό τον μανδύα του χιούμορ, της ελεύθερης άποψης ή της αντίδρασης στην πολιτική ορθότητα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ηθικό, είναι και θεσμικό. Οι πλατφόρμες αργούν να αντιδράσουν, οι νομοθεσίες διαφοροποιούνται και οι μηχανισμοί αναφοράς δεν επαρκούν. Όταν ο λόγος γίνεται μέσο αποκλεισμού ή απειλής, η ελευθερία παύει να λειτουργεί ως κοινό δικαίωμα. Δεν πρόκειται για υποθετικά σενάρια. Δημιουργοί έχουν δει τα έργα τους να αποσύρονται, λογαριασμοί απενεργοποιούνται εξαιτίας πολιτικής σάτιρας, ενώ αναφορές σε εμπειρίες διακρίσεων κατεβαίνουν ως επιθετικές.
Τέλος, η ίδια η έννοια της αλήθειας δοκιμάζεται. Όχι από επίσημους φορείς, αλλά από τον κατακερματισμό της πληροφορίας. Ποια αλήθεια προστατεύει κανείς, όταν ο καθένας έχει τη δική του; Σε ποια βάση θεμελιώνεται η υπεράσπιση της ελεύθερης έκφρασης, όταν η διάκριση ανάμεσα σε άποψη και παραπληροφόρηση, σε μαρτυρία και μίσος, σε γνώμη και χειραγώγηση γίνεται θολή; Η ρητορική του «έχω δικαίωμα να το πω» γίνεται συχνά άλλοθι για τη διάδοση τοξικού ή ψευδούς λόγου, χωρίς καμία διάθεση διαλόγου ή υπευθυνότητας.
Δεν είναι εύκολο να δοθούν απόλυτες απαντήσεις. Το ζητούμενο είναι η ισορροπία. Να προστατεύεται η ελεύθερη έκφραση, χωρίς να μετατρέπεται σε προκάλυμμα για επιθέσεις, αποκλεισμούς ή εκφοβισμό. Να διασφαλίζεται το δικαίωμα στη διαφωνία, χωρίς να αποθεώνεται η ισοπέδωση. Να υπάρχει χώρος για όλες τις φωνές, χωρίς να χαθεί η δυνατότητα ακρόασης.
Το διαδίκτυο δεν είναι «ουδέτερο μέσο». Είναι το νέο δημόσιο πεδίο, με όλα τα πλεονεκτήματα και τις παγίδες του. Χρειάζεται νέους θεσμούς διαλόγου, νέες δεξιότητες ακρόασης, ψηφιακή αγωγή, αλλά και θεσμική εγρήγορση. Όχι για να περιοριστεί η ελευθερία του λόγου, αλλά για να επιβεβαιωθεί ο σκοπός της. Η δυσκολία δεν είναι να επιτραπεί ο λόγος. Είναι να του δοθεί χώρος που δεν μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Και αυτό απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, όχι απλώς καλές προθέσεις.
Το άρθρο αυτό βασίστηκε στο έργο της Shoshana Zuboff, The Age of Surveillance Capitalism, (2019) και τη σχετική έκθεση της UNESCO (2021) για την αντιμετώπιση του online hate speech.