Αναγκαία η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας

wealth

Η ελληνική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα με ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 2,3%. Το 2026 ο ρυθμός ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα κινηθεί περίπου στο 2,2% και η ιδιωτική κατανάλωση θα βελτιωθεί στο 1,98%. Οι ρυθμοί αυτοί υπερβαίνουν σημαντικά τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Οι επενδύσεις πρόκειται να εμφανίσουν μία σημαντική άνοδο 7,62%, με τις ιδιωτικές να παρουσιάζουν μεγαλύτερη επιτάχυνση και οι αποταμιεύσεις αυξάνονται από το 2019. Το πρόβλημα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει (-6,24%). Η επόμενη πενταετία αναμένεται να χαρακτηριστεί από ήπια, αλλά σταθερή μεγέθυνση, χαμηλό πληθωρισμό και δημοσιονομική σταθερότητα. 

Δημοσιονομικά η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο, καταγράφοντας πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ το 2024 και 4% το 2025 και τη μεγαλύτερη μείωση δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ στην ΕΕ. Η σταθερότητα αυτή αποδίδεται στην αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω της αύξησης των έμμεσων φόρων της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της ψηφιοποίησης, καθώς και στη συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών. Η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας παραμένει αναγκαία και συνοδεύει την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αγορών. Η εξέλιξη αυτή μαζί με τις ευρύτερες γεωστρατηγικές εξελίξεις στην περιοχή, που αφορούν κυρίως την ενέργεια, μειώνει τον συστηματικό κίνδυνο της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για εξέλιξη που εντοπίζεται για πρώτη φορά σε χρονικό ορίζοντα δεκαετιών.

Είναι ιδιαίτερα σημαντική η βελτίωση του διαθέσιμου ιδιωτικού εισοδήματος, για την οποία ο προϋπολογισμός το 2026 θα διαθέσει γύρω στα 2,9 δισ. ευρώ στοχευμένα στις νεότερες ηλικίες και στην οικογενειακή στήριξη, αν και αρκετοί πολίτες είναι δύσπιστοι απέναντι στις θετικές προοπτικές, πιεζόμενοι από την εισοδηματική υστέρηση της μετά την κρίση περιόδου. Παράλληλα, η στεγαστική κρίση αναδεικνύεται ως κοινωνικό ζήτημα. Η απόκλιση μεταξύ της ζήτησης και της περιορισμένης προσφοράς έχει οδηγήσει σε αύξηση τιμών και ενοικίων, πιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα. Ενισχυτικές κοινωνικές πολιτικές εξελίσσονται.

Η ελληνική παραγωγικότητα ανέκαμψε ήπια, με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 1% σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και 0,77% σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, ενώ η ΕΕ παρουσίασε οριακά θετικές μεταβολές. Η αύξηση των ονομαστικών μισθών, αν και θετική για το εισόδημα, ενέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα εάν δεν συνοδευτεί από αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου ξεπέρασε την κατανάλωση των νοικοκυριών ως βασικός μοχλός μεγέθυνσης υποβοηθούμενης από τις ξένες επενδύσεις. Παρ’ όλο που έχει βελτιωθεί, παραμένει χαμηλός.

Ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας στηρίχτηκε σε επενδύσεις (Ταμείο Ανάκαμψης) με μεσομακροπρόθεσμη απόδοση, γεγονός που οδηγεί σε περιορισμένη αύξηση της παραγωγικότητας. Αύξηση της αποτελεσματικότητας της οικονομίας θα μπορούσε να προέλθει από την αύξηση του βαθμού απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε βαθμό μεγαλύτερο από τη μείωση της ανεργίας που θα προέλθει από τη μείωση του ανενεργού (εκτός εργασίας και εκτός εκπαίδευσης) πληθυσμού. Ένας νέος ρόλος του κράτους στην οικονομία (όχι απλώς επιδιορθωτής αρνητικών εξωτερικών οικονομιών) απαιτείται για την αξιοποίηση του επόμενου μεγάλου κύματος τεχνολογίας (ΑΙ, πράσινες τεχνολογίες, quantum πληροφορική, φαρμακευτικά).

Στην αγορά εργασίας παρατηρούνται αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού (πληθυσμιακό ζήτημα) σε κρίσιμους κλάδους, όπως ο τουρισμός, οι κατασκευές και η γεωργία, ενώ η συμμετοχή γυναικών και νέων παραμένει χαμηλή. Η ύπαρξη νέου κοινωνικού συμβολαίου θα βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες αμοιβών. Όμως παρατηρείται σημαντική αναντιστοιχία δεξιοτήτων και εργασιακών απαιτήσεων, καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ευθυγραμμίζεται επαρκώς με τις ανάγκες μιας σύγχρονης, πολύπλοκης οικονομίας. Η διά βίου εκπαίδευση θα πρέπει να ενεργοποιηθεί περισσότερο.

Ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (κυρίως τουρισμός) κινούνται ανοδικά, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό. Αυτό οφείλεται στην εξάρτηση της παραγωγικής βάσης από εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών και ενέργειας, αλλά και στη διάσταση του καταναλωτικού από το παραγωγικό πρότυπο. Η ανταγωνιστικότητα κόστους έχει βελτιωθεί, παρ’  όλη την επιβάρυνση από την ανατίμηση του ευρώ, αλλά δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη βελτίωση στη μη-τιμολογιακή ανταγωνιστικότητα.

Η Ελλάδα έχει υπερδιπλασιάσει τις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) την τελευταία δεκαετία, φθάνοντας το 1,49% του ΑΕΠ το 2023. Ωστόσο, το σύστημα καινοτομίας παραμένει συνδεδεμένο με τον δημόσιο και ακαδημαϊκό τομέα, με χαμηλή συμμετοχή των επιχειρήσεων. Ενώ η παραγωγή επιστημονικών δημοσιεύσεων είναι υψηλή, η μετατροπή της γνώσης σε εμπορικά προϊόντα παραμένει περιορισμένη.

Η υπέρβαση της παγίδας της μεσαίας τεχνολογίας πρέπει να επιδιωχθεί ώστε μαζί με τη μείωση του συστηματικού κινδύνου και την καθιέρωση των συλλογικών συμφωνιών και του νέου ρόλου του κράτους να είναι δομικές πολιτικές για ουσιαστική μεταβολή του παραγωγικού μοντέλου (μικρές επιχειρήσεις, εσωστρέφεια).

Η αποτελεσματικότητα των θεσμών αναγνωρίζεται ως προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων και διαμόρφωσης μιας αισιόδοξης προσωπικής και κοινωνικής προοπτικής. Μεταρρυθμίσεις στην άμεση φορολογία και τη Δικαιοσύνη (νέος δικαστικός χάρτης, ψηφιοποίηση) κρίνονται εξαιρετικά κρίσιμες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Ίσως, όμως, στο εξωτερικό αρχίζει να εμφανίζεται μία σοβαρή προοπτική αισιοδοξίας που θα ευνοήσει την ευρωπαϊκή και βεβαίως την ελληνική οικονομία, κυρίως μέσω της μείωσης της αβεβαιότητας της επιτάχυνσης των αμυντικών δαπανών αλλά και των δημόσιων δαπανών. Αφορά α) την πιθανότητα να μειωθεί η ένταση στο Ουκρανικό και να αρχίσουμε να μιλάμε για ανοικοδόμηση της οικονομίας της, β) τη μείωση της παγκόσμιας γεωστρατηγικής αβεβαιότητας των πολιτικών Τραμπ, γ) την αποφυγή της ύφεσης στις ΗΠΑ και δ) (το σπουδαιότερο) την επιτάχυνση της εισόδου της ΤΝ στην παραγωγική διαδικασία. Πρόκειται για διαδικασία που διαφέρει ριζικά (εάν υλοποιηθεί βέβαια) από τα προηγούμενα πέντε μεγάλα παγκόσμια κύματα νέων τεχνολογιών (από το 1780), γεγονός που φέρνει πιο κοντά από ό,τι αναμέναμε την επόμενη μεγάλη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.

Οι απόψεις που διατυπώνονται δεν αποτελούν απόψεις του ΚΕΠΕ

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Το βήμα, 28 Δεκεμβρίου 2025

 

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.


Λάβε στο email σου τις πιο έγκυρες αναλύσεις!

Κάνε εγγραφή στο newsletter

Συμφωνώ με την Πολιτική Απορρήτου και τους Όρους Χρήσης.