Καθώς η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο 2026 επιδεικνύει μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα που τη διαχωρίζει από το γενικότερο κλίμα επιβράδυνσης, το οποίο επικρατεί στην Ευρώπη. Με τον ρυθμό ανάπτυξης να εκτιμάται γύρω στο 2,2%, η Ελλάδα δεν υπερβαίνει απλώς τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά εμπεδώνει μια τροχιά σταθερότητας απούσα για δεκαετίες. Η επόμενη πενταετία προδιαγράφεται ως μια περίοδος ήπιας αλλά σταθερής μεγέθυνσης, συνοδευόμενης από χαμηλό πληθωρισμό και δημοσιονομική υπευθυνότητα. Ωστόσο, πίσω από τους θετικούς μακροοικονομικούς δείκτες ελλοχεύουν κρίσιμες διαρθρωτικές προκλήσεις που απαιτούν άμεση και στοχευμένη αντιμετώπιση για τη διασφάλιση της μακροχρόνιας ευημερίας.
Δημοσιονομική σταθερότητα και επενδυτική αφύπνιση
Στο δημοσιονομικό πεδίο, η χώρα έχει επιτύχει εντυπωσιακή πρόοδο, καταγράφοντας πρωτογενή πλεονάσματα που εδραιώνουν την εμπιστοσύνη των αγορών. Η πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης στο 2,8% του ΑΕΠ το 2026, σε συνδυασμό με τη ραγδαία αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους (τη μεγαλύτερη στην Ε.Ε.), πιστοποιεί την ανάκτηση της δημοσιονομικής σοβαρότητας. Αυτή η σταθερότητα, αποτέλεσμα της αύξησης των εσόδων και της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, λειτουργεί ως βάθρο για την επενδυτική αφύπνιση.
Ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αναδεικνύεται πλέον σε κεντρικό μοχλό μεγέθυνσης, ξεπερνώντας την κατανάλωση των νοικοκυριών. Οι επενδύσεις αναμένεται να εμφανίσουν σημαντική άνοδο, της τάξης του 7,62%, με τις ιδιωτικές επενδύσεις να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη επιτάχυνση. Η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης είναι καθοριστική, ωστόσο η απόδοσή του κρίνεται σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ασθενή σημεία: εξωτερικό ισοζύγιο και παραγωγικότητα
Παρά τη θετική εικόνα, το παραγωγικό μοντέλο της χώρας εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ορισμένες δομικές αδυναμίες. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό, περίπου στο -6,24%, αποκαλύπτοντας την εξάρτηση της παραγωγικής βάσης από εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών και ενέργειας. Η ελληνική οικονομία, στην προσπάθειά της να εκσυγχρονιστεί, αναγκάζεται να εισάγει τεχνολογία που δεν παράγει, επιβαρύνοντας το εξωτερικό ισοζύγιο, ενώ η διάσταση μεταξύ καταναλωτικού και παραγωγικού προτύπου παραμένει ενεργή.
Ταυτόχρονα, η παραγωγικότητα της εργασίας, αν και βελτιούμενη ήπια κατά 1%, δεν αρκεί για να γεφυρώσει το χάσμα με την Ευρώπη. Οι επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) έχουν υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας το 1,49% του ΑΕΠ, όμως το σύστημα καινοτομίας διατηρεί ασθενείς δεσμούς με την παραγωγή. Η χώρα πρέπει να επιδιώξει την υπέρβαση της «παγίδας της μεσαίας τεχνολογίας», μετατρέποντας την επιστημονική γνώση σε εμπορεύσιμα προϊόντα, ώστε να επιτευχθεί ουσιαστική μεταβολή του παραγωγικού μοντέλου.
Στην αγορά εργασίας, η μείωση της ανεργίας αποκαλύπτει το δημογραφικό πρόβλημα: παρατηρούνται αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε κρίσιμους κλάδους, όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές. Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων είναι εμφανής, καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ευθυγραμμίζεται επαρκώς με τις ανάγκες της οικονομίας.
Η συνεχής αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω της αύξησης των ονομαστικών μισθών είναι θετική, αλλά εγκυμονεί κινδύνους για την ανταγωνιστικότητα, αν δεν συνοδευτεί από άνοδο της παραγωγικότητας. Παράλληλα, η στεγαστική κρίση αναδεικνύεται σε μείζον κοινωνικό ζήτημα. Η απόκλιση προσφοράς και ζήτησης έχει εκτοξεύσει τις τιμές, πιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα. Σταδιακά διαμορφώνεται η απαίτηση για έναν νέο ρόλο του κράτους, όχι απλώς ως επιδιορθωτή αρνητικών εξωτερικών οικονομιών, αλλά ως ενεργού φορέα κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής. Ο Προϋπολογισμός του 2026 θα διαθέσει περίπου 2,9 δισ. ευρώ για τη στήριξη του ατομικού εισοδήματος, ωστόσο η δυσπιστία των πολιτών παραμένει σε έναν βαθμό λόγω της σωρευτικής εισοδηματικής υστέρησης.
Γεωπολιτικές προοπτικές και θεσμική θωράκιση
Στο διεθνές περιβάλλον, αρχίζει να διαφαίνεται μια προοπτική αισιοδοξίας που μπορεί να ευνοήσει την ελληνική οικονομία. Η πιθανή μείωση της έντασης στο Ουκρανικό, η μείωση της αβεβαιότητας σχετικά με τις πολιτικές των ΗΠΑ και η επιτάχυνση της εισόδου της τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγή σε διεθνές επίπεδο αποτελούν παράγοντες αισιοδοξίας.
Για να αξιοποιηθούν αυτές οι ευκαιρίες, η αποτελεσματικότητα των θεσμών είναι προϋπόθεση. Οι εξελισσόμενες μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη, με τον νέο δικαστικό χάρτη, και στις μεταβολές στη φορολογία είναι κρίσιμες για την προσέλκυση επενδύσεων. Η Ελλάδα του 2026 στέκεται σε στέρεες βάσεις, έχοντας μειώσει τον συστηματικό της κίνδυνο για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, οδεύοντας σε έναν δομικό μετασχηματισμό που παραμένει το μεγάλο ζητούμενο. Η προεδρία του Eurogroupενισχύει την θέση της.
Έτσι θα γίνει εφικτό να αντιμετωπιστεί και η πραγματική και η υποκειμενική αντίληψη της προοπτικής της ευημερίας των πολιτών η οποία έχει πληγεί από τις πολυκρίσεις που έχουν προηγηθεί, με πιο επώδυνη τη μνημονιακή περίοδο. Οι συγκρίσεις θα πρέπει να αφορούν τη (δύσκολη) περίοδο της εξέλιξης και όχι την ιστορικότητα των απωλειών που μόνο ως δίδαγμα μπορούν να λειτουργούν σήμερα.
Οι απόψεις που διατυπώνονται δεν αποτελούν απόψεις του ΚΕΠΕ.
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Real News, 28 Δεκεμβρίου 2025
