Τι καιρό έκανε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας; Έρευνα αποκαλύπτει
Στις 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., ή 22η ημέρα του Βοηδρομιώνος κατά το αττικό ημερολόγιο, ώρα 10 το πρωί, δύο αντίπαλοι στόλοι, των Ελλήνων και των Περσών, ήταν παραταγμένοι σε θέση μάχης στο στενό της Σαλαμίνας.
Από τα υπεράριθμα, ψηλά πλοία τους, οι Πέρσες, βέβαιοι για τη νίκη τους, θα πρέπει να έβλεπαν με υπεροψία τον κατά πολύ μικρότερο ελληνικό στόλο απέναντί τους, πιστεύοντας ότι το τέλος της μάχης θα σήμανε και την οριστική υποταγή των ελλαδικών πόλεων, που προσπαθούσαν να κατακτήσουν επί δέκα χρόνια.
Γνωστή η συνέχεια της θρυλικής ναυμαχίας της Σαλαμίνας πριν από ακριβώς 2.500 χρόνια, αλλά και της σημασίας που δίνουν οι ιστορικοί στην νίκη των Ελλήνων και στο ρόλο της στην ανάπτυξη του μετέπειτα δυτικού πολιτισμού, που είναι άγνωστο πώς θα εξελισσόταν υπό την περσική κυριαρχία.
Εκείνο που δεν είναι γνωστό, όμως, είναι ότι η στρατηγική μεγαλοφυΐα του Θεμιστοκλή δεν περιοριζόταν μόνον στις τακτικές μάχης, που οδήγησαν στην ήττα των Περσών, αλλά ήταν και οι γνώσεις του για τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Γιατί ακόμη και τους ανέμους χρησιμοποίησε ως όπλο του προς όφελος των Ελλήνων και εναντίον των εχθρών την ημέρα της ναυμαχίας, κάνοντας ουσιαστικά «την πρώτη καταγεγραμμένη στην Ιστορία πρόγνωση καιρού», όπως λέει ο ακαδημαϊκός κ. Χρήστος Ζερεφός.
Πράγματι, όπως δείχνουν σήμερα οι μελέτες, που έχουν γίνει από το Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, του οποίου επικεφαλής είναι ο διαπρεπής φυσικός της ατμοσφαίρας, οι άνεμοι στη Σαλαμίνα εκείνη την ημέρα του Σεπτεμβρίου ήταν σύμμαχοι των Ελλήνων. Κι όχι τυχαία.
Ο Θεμιστοκλής και οι άνεμοι
«Οι αρχαίοι Έλληνες και ιδιαίτερα ο Θεμιστοκλής πρέπει να γνώριζαν την τοπική κλιματολογία, καθώς το στρατηγικό τους σχέδιο σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε προσεκτικά, ώστε να επωφεληθεί από την ημερήσια εναλλαγή των ανέμων», εξηγεί ο κ. Ζερεφός. Και προσθέτει: «Συγκεκριμένα, ο Θεμιστοκλής γνώριζε τα χαρακτηριστικά των «Ετησίων» ανέμων, αλλά και της θαλάσσιας αύρας, της καλούμενης από τους αρχαίους «Τροπαίας». Ο συνδυασμός, λοιπόν, βορειοδυτικού ανέμου κατά τη διάρκεια της νύχτας και νωρίς το πρωί, που συγκλίνει με το αεράκι του Νότου μετά τις 10:00 π.μ., σχημάτισε ένα είδος αόρατης «πένσας», που βοήθησε τους Έλληνες στην αρχή της σύγκρουσης, ενώ έφερε αναταραχή στον περσικό στόλο και τον εμπόδισε να διαφύγει προς την ανοιχτή θάλασσα τις πρώτες πρωινές ώρες».
Στην έρευνα, που έχει τον τίτλο «Ο ρόλος του καιρού κατά τη διάρκεια της Ελληνο- περσικής Ναυμαχίας της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.» και δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Atmosfere», δεν παρουσιάζεται μόνον ο καιρός στην ναυμαχία της Σαλαμίνας, αλλά αναλύεται και πώς ο Αθηναίος ηγέτης Θεμιστοκλής εκμεταλλεύτηκε τις επικρατούσες τοπικές κλιματολογικές συνθήκες για να αναπτύξει το ευφυές στρατηγικό του σχέδιο, που οδήγησε στη μεγάλη νίκη ενάντια στον πολυάριθμο στόλο του βασιλιά Ξέρξη. Τα εργαλεία της έρευνας, μάλιστα, που συνυπογράφεται από τους επιστήμονες – καθηγητές κ.κ. Σταύρο Σολωμό, Δημήτρη Μελά, Ιωάννη Καψωμενάκη και Χρήστο Ρεπαπή δεν ήταν μόνον επιστημονικά, καθώς τα αποτελέσματά της συγκρίθηκαν και με τις αρχαίες πηγές.
Οι ιστορικοί
«Η προσπάθειά μας να προσομοιώσουμε τις μετεωρολογικές συνθήκες που επικράτησαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας της Σαλαμίνας βασίστηκε τόσο στα ιστορικά κείμενα, όσο και στις σημερινές γνώσεις σχετικά με τις επικρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες στην περιοχή του Σαρωνικού Κόλπου», όπως αναφέρεται στην έρευνα, η οποία εκτάθηκε σε διάρκεια σχεδόν 60 ετών (1960-2019). Οι βασικές πληροφορίες για τις καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας προέρχονται από τον Ηρόδοτο και το θεμελιώδες έργο του «Ιστορίαι», που γράφτηκαν περί το 450 π.Χ.
Επίσης, όμως, από τον μαραθωνομάχο Αισχύλο, που στο βαθύτατα αντιπολεμικό έργο του «Πέρσαι» (472 π.Χ.) περιγράφει την ανάπτυξη της μάχης στο χώρο και στο χρόνο. Πρόσθετα στοιχεία δίνουν και άλλοι αρχαίοι ιστορικοί, που ασχολήθηκαν με τους ελληνο-περσικούς πολέμους, όπως ο Θουκυδίδης, ο Παυσανίας, ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Κτησίας ο Κνίδος αλλά και ο Πλούταρχος.
Να σημειωθεί, μάλιστα, ότι, κατά τον Πλούταρχο, «ο Θεμιστοκλής γνώριζε καλά τον καιρό και τον τόπο, γι’ αυτό και φρόντισε να μην παρατάξει τα πλοία του αντιμέτωπα προς τα βαρβαρικά, προτού φθάσει η συνηθισμένη ώρα, κατά την οποία πνέει δυνατός άνεμος στη θάλασσα και φέρνει κύμα προς τα στενά. Γιατί αυτός ο άνεμος, ενώ δεν έβλαπτε τα ελληνικά πλοία, που ήταν χαμηλά και δεν εξείχαν πολύ από τη θάλασσα, θα έπεφτε όμως στα βαρβαρικά πλοία, που είχαν ορθές πρύμνες και υψηλά καταστρώματα και ήσαν βαριά πλοία και θα τα παρέδιδε πλαγίως προς τα ελληνικά πλοία».
Σύμφωνα με την έρευνα, πάντως, το σύστημα των ανέμων στην περιοχή είναι πολύ περίπλοκο. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού επικρατούν δύο διακριτά συστήματα: Οι «Ετήσιοι» και η θαλάσσια αύρα. Οι πρώτοι διαρκούν από τον Μάιο ως τις αρχές Οκτωβρίου και ενώ στο Αιγαίο είναι βόρειοι, που μπορεί να φθάσουν και σε μεγάλη ένταση (θύελλα), στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας εμφανίζονται ως βορειοανατολικοί άνεμοι με μέτριες έως ισχυρές ταχύτητες. Το σύστημα της θαλάσσιας αύρας στο Σαρωνικό κόλπο, εξάλλου, είναι πάντα ενεργό, επειδή εξαρτάται από τη θερμική κλίση μεταξύ της θάλασσας και της ξηράς.
Τακτική μάχης
Πρόθεση των Ελλήνων, όπως είναι γνωστό, ήταν να φέρουν τη σύγκρουση στο κανάλι της Σαλαμίνας, επειδή, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, «το να πολεμάς στα στενά είναι προς όφελός μας, αλλά το να πολεμάς σε ανοιχτά νερά είναι προς όφελός τους. Με την ανατολή του ηλίου, γύρω στις 7 – 7:10, οι ιστορικοί θεωρούν ότι οι Πέρσες χρειάστηκαν τουλάχιστον δυόμισι ώρες και οι Έλληνες δύο, για να λάβουν θέσεις μάχης. Οι Πέρσες παρέταξαν γύρω στα 1.200 πολεμικά πλοία, αν και νεώτερες πηγές τα υπολογίζουν από 600 έως 800, ενώ οι Έλληνες περίπου 371 τριήρεις, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
«Η τακτική του Θεμιστοκλή ήταν από τη μία πλευρά να προσελκύσει τον περσικό στόλο στο στενότερο μέρος και να αναγκάσει τους Πέρσες να πολεμήσουν εκεί και από την άλλη να κερδίσει χρόνο για την αύξηση της έντασης του ανέμου. Αυτό απαίτησε επιπλέον μισή ώρα ή περισσότερο. Καταλήγουμε επομένως στο συμπέρασμα ότι η έναρξη της μάχης δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει νωρίτερα από τις 10 το πρωί», όπως λέει ο κ. Ζερεφός.
Και, όταν τελικά η μάχη αρχίζει, η νοτιοανατολική θαλάσσια αύρα αποδιοργανώνει τον περσικό στόλο, που δεν μπορεί να σηκώσει πανιά και να βγει στα ανοιχτά του Σαρωνικού, έτσι παγιδεύεται επιτόπου. Η καταστροφή των περσικών πλοίων ήταν μεγάλη, για 200 μιλούν οι επικρατέστερες πηγές, ενώ οι Έλληνες έχασαν μόλις 40.
Πάταξον μεν…
«Η μελέτη μας δείχνει ότι ο Θεμιστοκλής γνώριζε τα κυρίαρχα πρότυπα ανέμου την ημέρα της μάχης. Στο συμβούλιο πολέμου που πραγματοποιήθηκε πριν απ΄αυτήν και κατά τη διάρκεια μιας συνεχιζόμενης διαμάχης σχετικά με τις στρατηγικές κινήσεις των Ελλήνων, είπε τη διάσημη φράση στον Σπαρτιάτη ναύαρχο Ευρυβιάδη «πάταξoν μεν, άκoυσoν δε». Φυσικά, υπήρχαν και πολλοί πολιτικοί λόγοι, που επηρέασαν την απόφαση του Θεμιστοκλή να παραμείνει στη Σαλαμίνα, όπως η εγγύτητά της με την Αθήνα και η ύπαρξη Αθηναίων προσφύγων και στρατευμάτων στο νησί. Ωστόσο, η γνώση του για την τοπική κλιματολογία, σε συνδυασμό με τα στενά, πρέπει να ήταν το κρίσιμο επιχείρημα, που έστρεψε την ισορροπία στο ελληνικό συμβούλιο υπέρ της αντιμετώπισης του περσικού στόλου στα στενά της Σαλαμίνας», καταλήγει η έρευνα.
Και η έκπληξη: «Τα ευρήματα δείχνουν ότι τα κλιματολογικά σχήματα των ανέμων και της θαλάσσιας αύρας που περιγράφονται από τους αρχαίους συγγραφείς εξακολουθούν να λειτουργούν και σήμερα στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού Κόλπου, 2.500 χρόνια αργότερα», όπως λέει ο κ. Ζερεφός.
Να σημειωθεί ότι η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Μαριολόπουλου- Καναγκίνη για τις Επιστήμες.
Δείτε την έρευνα εδώ.
(Φωτό: «Η ναυμαχία της Σαλαμίνας» έργο του Κωνσταντίνου Βολανάκη, 1882)