ΜΕΛΕΤΗ

«ΙΛΙΓΓΟΣ»: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

«ΙΛΙΓΓΟΣ»: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

1. Εισαγωγή

Ο ίλιγγος, μαζί με την κεφαλαλγία, αποτελεί μία από τις συνηθέστερες αιτίες, που οι ασθενείς αναζητούν το γιατρό. Η συχνότητα εμφάνισης του ιλίγγου αυξάνεται με την αύξηση της ηλικίας, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η εμφάνιση ή η εκδήλωση του ιλίγγου σε έδαφος κάποιας παθολογίας είναι σπάνια στις νεότερες ηλικίες.

Στο σημείο αυτό πρέπει με ιδιαίτερη έμφαση να τονίσουμε ότι ο «ίλιγγος» δεν είναι ασθένεια. Ο «ίλιγγος» είναι σύμπτωμα μιας παθολογίας ή νοσολογικής οντότητας ή, εάν θέλουμε να το εκφράσουμε διαφορετικά, ο «ίλιγγος» εμφανίζεται ως κλινική εκδήλωση σε πολλά και πολλαπλά σύνδρομα διαφορετικής αιτιολογίας και παθογένειας, τα οποία -τουλάχιστον διαγνωστικά- μπορεί να απασχολήσουν και να προβληματίσουν περισσότερες από μία ιατρικές ειδικότητες.    

Ο ίλιγγος (Vertigo) είναι μία υποκειμενική αίσθηση αστάθειας (αβεβαιότητας και ανασφάλειας) στην αντίληψη της θέσης του σώματος και του περιβάλλοντος χώρου. Επιπλέον, αυτή η υποκειμενική αίσθηση αστάθειας συνοδεύεται και από μία ψευδαισθητική αίσθηση κίνησης που έχει ο πάσχων ότι μετατοπίζεται ή περιστρέφεται ο ίδιος ή τα σταθερά αντικείμενα του χώρου που τον περιβάλλουν. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα στην περιγραφή και στην κατανόηση του ιλίγγου είναι ότι πρόκειται για μία ψευδαισθητική και απατηλή αντίληψη αίσθησης, η οποία δεν ανταποκρίνεται και δεν αντιστοιχεί σε ομόλογα ερεθίσματα.

Έτσι, ο ίλιγγος εκδηλώνεται σε έδαφος λειτουργικών διαταραχών ή μορφολογικών βλαβών, οι οποίες προκαλούν μία αναντιστοιχία στη μεταφορά, στην πρόσληψη ή/και στην επεξεργασία των αισθητικών και αισθητηριακών ερεθισμάτων, που σχετίζονται με την ισορροπία και τη διατήρηση της όρθιας στάσης του σώματος. Αυτά τα ερεθίσματα προέρχονται, ξεχωριστά και στο σύνολό τους, από το οπτικό, από το αιθουσαίο, καθώς και από το ιδιοδεκτικό σύστημα ισορροπίας.

Τέλος, σε αυτή την πρώτη προσέγγιση για τον ίλιγγο να σημειώσουμε ότι ο ίλιγγος ορίζεται και περιγράφεται και από επιπλέον κλινικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι π.χ. η έναρξη, η εξέλιξη και η διάρκειά του, τυχόν εκλυτικοί παράγοντες που τον προκαλούν, καθώς και επιπλέον συμπτώματα που τον συνοδεύουν.

Στο σημείο αυτό, θα εμβαθύνουμε σε ορισμένα γνωστικά στοιχεία Λειτουργικής Νευροανατομίας για την ισορροπία και για τη διατήρηση της ισορροπίας στην κίνηση (ή αλλιώς για την ισορροπία της κίνησης), τα οποία είναι πολύ βασικά για την περαιτέρω κατανόηση και κλινική προσέγγιση του ιλίγγου.

Πιο συγκεκριμένα, για την ιδία αντίληψη και αίσθηση της θέσης, της στάσης και της κίνησης στο χώρο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται νευρωνικές πληροφορίες από το οπτικό σύστημα, από το αιθουσαίο σύστημα, όπως επίσης και από την ιδιοδεκτική (proprioceptive) ή εν τω βάθει αισθητική οδό.

Ανατομικά το «αιθουσαίο σύστημα» περιλαμβάνει το σύστημα ισορροπίας, που βρίσκεται στο έσω αυτί και το οποίο έχει ή χρησιμοποιεί το αιθουσαίο νεύρο ως τη βασική κεντρομόλο νευρική οδό προς το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ) για τα ομόλογα, δηλαδή για τα αντίστοιχα ερεθίσματα που σχετίζονται με την ισορροπία και με τη διατήρηση της ισορροπίας.

Η εν τω βάθει ή ιδιοδεκτική αισθητική οδός περιλαμβάνει το σύνολο των ειδικών πληροφοριών που σχετίζονται με τη στάση και την κίνηση του σώματος, καθώς επίσης και με την άσκηση ή την εφαρμογή μυϊκής δύναμης. Αυτές οι ειδικές πληροφορίες προέρχονται από ειδικούς ιδιοδεκτικούς υποδοχείς του ερειστικού συστήματος και κυρίως των αρθρώσεων και των μυών και οι οποίες στο σύνολό τους αποτελούν την εν τω βάθει (ή ιδιοδεκτική) αισθητικότητα.    

Το σύνολο όλων αυτών των αισθητηριακών και αισθητικών πληροφοριών επεξεργάζεται στο εγκεφαλικό στέλεχος και στην παρεγκεφαλίδα σε υποσυνείδητο επίπεδο, δηλαδή πέραν της συνειδητής και γνωστικής λειτουργίας, απ` όπου και άρχεται η φυγόκεντρη (περιφερική) νευρωνική οδός της διατήρησης του μυϊκού τόνου και της ισορροπίας, σε συνδυασμό και με την (ακούσια) ετοιμότητα εκτέλεσης (ή εκτέλεση) μιας κίνησης.

Στο σημείο αυτό και για λόγους επιστημονικής πληρότητας να αναφέρουμε επιγραμματικά ότι στο ΚΝΣ υπάρχει και αισθητική οδός, η οποία μεταφέρει (άγει) ερεθίσματα από ιδιοδεκτικούς υποδοχείς στο φλοιό των ημισφαιρίων του εγκεφάλου και κατ` αυτόν τον τρόπο γνωρίζουμε ή έχουμε την αίσθηση, π.χ. των μελών μας στο χώρο ή του μέτρου της κίνησης που εκτελούμε.

Εάν, λοιπόν, σε κάποιο από τα παραπάνω αναφερθέντα συστήματα οι κεντρομόλες οδοί των αισθητηριακών και αισθητικών ερεθισμάτων δυσλειτουργήσουν, τότε δημιουργείται μία αναντιστοιχία στη νευρωνική επεξεργασία αυτών των ερεθισμάτων-μηνυμάτων στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ). Αυτή η αναντιστοιχία στην επεξεργασία των συγκεκριμένων κεντρομόλων ερεθισμάτων στο ΚΝΣ βιώνεται υποκειμενικά ως ίλιγγος, ο οποίος συνοδεύεται από ψευδαισθητική αντίληψη και παράσταση κίνησης του ιδίου του πάσχοντα ή του χώρου που τον περιβάλλει.

Αναλυτικότερα, για τη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος και για τον προσανατολισμό στο χώρο απαιτείται η λειτουργική συνεργασία των κάτωθι τριών οργάνων:

I) Του αιθουσαίου οργάνου, του οποίου το ειδικό ερέθισμα είναι η βαρύτητα και η επιτάχυνση

II) Tου οπτικού οργάνου, το οποίο προσλαμβάνει και ασκεί τον οπτικό έλεγχο του χώρου και

III) Tων οργάνων της εν τω βάθει αισθητικότητας, τα οποία πληροφορούν το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ) αναφορικά με το μυϊκό τόνο, τη στάση και την κίνηση του σώματος.

Με βάση τα παραπάνω και από τη θεώρηση της Λειτουργικής Νευροανατομίας μπορούμε να αντιστοιχίσουμε:

α) Το αιθουσαιο-οφθαλμικό λειτουργικό (υπο)σύστημα

β) Το οπτικο-οφθαλμικό λειτουργικό (υπο)σύστημα  και

γ) Το αιθουσαιο-νωτιαίο λειτουργικό (υπο)σύστημα

Σε κάθε ένα από αυτά τα συστήματα υπάρχει και αντιστοιχεί λειτουργικά ένα συγκεκριμένο ομόλογο ερέθισμα, μία επεξεργασία στο ΚΝΣ και τέλος μία (φυσιολογική) λειτουργική ανταπόκριση-απάντηση, η οποία συνίσταται:

Α) Για το αιθουσαιο-οφθαλμικό σύστημα στην εκδήλωση του νυσταγμού

Β) Για το οπτικο-οφθαλμικό σύστημα στην εκδήλωση των συζυγών κινήσεων των (βολβών των) οφθαλμών και

Γ) Για το αιθουσαιο-νωτιαίο σύστημα σε μια κίνηση ή σε μία διόρθωση της στάσης (ή θέσης) του σώματος.

Επεξηγηματικά, τώρα, μπορούμε να αναφέρουμε ότι η διατήρηση της ισορροπίας του σώματος στο χώρο, είτε αυτό βρίσκεται σε κίνηση είτε έχει λάβει μία συγκεκριμένη στάση (ή θέση), εξαρτάται από τα ερεθίσματα τα οποία προέρχονται από:

1) Το όργανο της ισορροπίας ή το αιθουσαίο σύστημα

2) Τον οφθαλμό ή το οπτικό σύστημα

3) Την επιπολής αισθητικότητα και πιο συγκεκριμένα αναφορικά με την αίσθηση (της πίεσης) της επαφής στο έδαφος

4) Την εν τω βάθει (ή ιδιοδεκτική) αισθητικότητα (στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω) και τέλος από

5) Το κινητικό σύστημα (πυραμιδικό σύστημα, εξωπυραμιδικό σύστημα και παρεγκεφαλίδα) σχετικά με την εκτέλεση των κινήσεων.

Η ολοκλήρωση της επεξεργασίας όλων αυτών των ερεθισμάτων-μηνυμάτων και ο καθορισμός της κατάλληλης νευρωνικής απάντησης-ανταπόκρισης γίνεται στο εγκεφαλικό στέλεχος και στην παρεγκεφαλίδα, ώστε να υπάρχει πάντα μία αντιστοιχία ανάμεσα στα κεντρομόλα ερεθίσματα, στη νευρωνική επεξεργασία αυτών και στη φυγόκεντρη ανταπόκριση. Μία διαταραχή σε αυτή τη νευρωνική λειτουργική σχέση και επικοινωνία εκδηλώνεται κλινικά ως ίλιγγος

Όπως αναφέρθηκε, για τη διατήρηση της ισορροπίας και για τον προσανατολισμό στο χώρο απαιτείται ένας μεγάλος αριθμός νευρωνικών κυκλωμάτων στο ΚΝΣ με ιδιαίτερη λειτουργική πολυπλοκότητα. Κατ` αυτόν τον τρόπο, τόσο τα πιθανά αίτια όπως επίσης και η κλινική ερμηνεία και εξήγηση του ιλίγγου, μπορεί να είναι πολλαπλά και σύνθετα. Επίσης, όπως είναι γνωστό, η εκδήλωση της κλινικής εικόνας μιας οποιασδήποτε παθολογίας, διαταραχής ή δυσλειτουργίας στο ΚΝΣ εξαρτάται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, και από την τοπογραφία της παθολογίας. Έτσι, και στην περίπτωση της κλινικής προσέγγισης του ιλίγγου, ανάλογα με την τοπογραφία της βλάβης προκύπτουν και επιπλέον νευρολογικά συμπτώματα και κλινικά ευρήματα που συνοδεύουν τον ίλιγγο.

Πιο συγκεκριμένα, ίλιγγος μπορεί να εκδηλωθεί σε μία διαταραχή ή βλάβη που προσβάλλει, κατά σειρά από περιφερικά προς κεντρικά, π.χ. το λαβύρινθο (ή γενικότερα το όργανο της ισορροπίας στο έσω αυτί), το αιθουσαίο νεύρο, τους αιθουσαίους πυρήνες στο εγκεφαλικό στέλεχος (γέφυρα και προμήκη μυελό), την παρεγκεφαλίδα (και κυρίως την αιθουσαιοπαρεγκεφαλίδα), το θάλαμο, τις αιθουσαίες οδούς και το έσω τμήμα (medial) των κροταφικών λοβών, που ως φλοιϊκή λειτουργία σχετίζεται με την αντίληψη της περιστροφής.

Ως προς την αιτιολογία του ιλίγγου και κατ` αντιστοιχία στην παραπάνω τοπογραφία των νευρικών και νευρωνικών λειτουργικών δομών μπορούμε, ως νοσολογικά παραδείγματα που εκδηλώνουν τον ίλιγγο ως βασικό σύμπτωμα, να αναφέρουμε, αρχικά, διαταραχές στο αιθουσαίο όργανο της ισορροπίας από φλεγμονή, τραύμα ή επίδραση φαρμακευτικών ουσιών, όπως επίσης και τη νόσο Meniere. Κατόπιν και με βάση την τοπογραφική ανατομική πορεία, που περιγράφηκε πιο πάνω, ίλιγγος προκαλείται από το σβάννωμα (ή νευρίνωμα) του αιθουσαίου νεύρου, από ισχαιμία (ή αιμορραγία) στο εγκεφαλικό στέλεχος, από προσβολή της αιθουσαιοπαρεγκεφαλίδας (συνήθως αγγειακής ή χωροκατακτητικής αιτιολογίας), από προσβολή του θαλάμου (συνήθως αγγειακής αιτιολογίας), σε έδαφος απομυελινωτικής νόσου που προσβάλλει νευρικές οδούς και, τέλος, από προσβολή των εσωτερικών δομών του κροταφικού λοβού (συνήθως χωροκατακτητικής αιτιολογίας). 

Συνοψίζοντας και συγκεκριμενοποιώντας τα παραπάνω σχετικά με την τοπογραφία μιας λειτουργικής διαταραχής ή βλάβης, που μπορεί να εκδηλώσει ίλιγγο, μπορούμε να ταξινομήσουμε τον ίλιγγο σε αιθουσαίο και σε μη αιθουσαίο ίλιγγο.

Ο αιθουσαίος ίλιγγος εκ νέου μπορεί να διαχωριστεί (ή να διαφοροδιαγνωστεί) στον αιθουσαίο ίλιγγο περιφερικού τύπου και στον αιθουσαίο ίλιγγο κεντρικού τύπου.

Στον αιθουσαίο ίλιγγο περιφερικού τύπου, η παθολογία εντοπίζεται στο αιθουσαίο όργανο της ισορροπίας ή/και στο αιθουσαίο νεύρο, όπως π.χ. στην αιθουσαία νευρωνίτιδα, στη νόσο Meniere και στον καλοήθη παροξυντικό ίλιγγο θέσεως.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα στον αιθουσαίο ίλιγγο περιφερικού τύπου είναι ότι αυτός είναι κατευθυνόμενος προς μία συγκεκριμένη διεύθυνση ή φορά, δηλαδή ο ασθενής έχει ιδιαιτέρως έντονη την ψευδαισθητική αίσθηση κίνησης προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, π.χ. περιστροφή με καθορισμένη φορά περιστροφής (δεξιά ή αριστερά) ή κατακόρυφη κίνηση (προς τα άνω και κάτω). Επίσης, αυτός ο τύπος ιλίγγου είναι μεγάλης έντασης, δηλαδή εκδηλώνεται πάρα πολύ έντονα, ταλαιπωρεί υπερβολικά τον ασθενή και συνοδεύεται από επιπλέον πολύ έντονα συμπτώματα από το αυτόνομο νευρικό σύστημα, όπως π.χ. ναυτία, εμετό (ή τάση προς εμετό), έντονη εφίδρωση, όπως επίσης και από νυσταγμό, διαταραχή στην ακοή ή εμβοή (Tinnitus) στην πάσχουσα πλευρά. Ο νυσταγμός είναι οριζοντιοκυκλικός νυσταγμός, δηλαδή οριζόντιος νυσταγμός με κυκλικά στοιχεία κίνησης, εξαρτάται από τη βλεμματική θέση και η γρήγορη φάση κατευθύνεται (ή χτυπά) προς την αντίθετη πλευρά από την πλευρά της βλάβης. Τέλος, κατά κανόνα, ο αιθουσαίος ίλιγγος περιφερικού τύπου δεν συνοδεύεται από επιπλέον εστιακή ή λοιπή νευρολογική συμπτωματολογία.

Η παθολογία στον αιθουσαίο ίλιγγο κεντρικού τύπου εντοπίζεται στο εγκεφαλικό στέλεχος και στις περαιτέρω νευρωνικές διασυνδέσεις των αιθουσαίων πυρήνων. Νοσολογικά, αυτός ο τύπος ιλίγγου μπορεί να εμφανιστεί, π.χ. σε ισχαιμικά ή αιμορραγικά επεισόδια του εγκεφαλικού στελέχους, στην ημικρανία της βασικής αρτηρίας, καθώς και σε απομυελινωτικές νόσους του ΚΝΣ.

Ο αιθουσαίος ίλιγγος κεντρικού τύπου είναι λιγότερο κατευθυνόμενος σε σχέση με τον αιθουσαίο ίλιγγο περιφερικού τύπου και γενικότερα η κλινική του εκδήλωση είναι ηπιότερη. Επίσης, ηπιότερες είναι και οι εκδηλώσεις από το αυτόνομο νευρικό σύστημα καθώς και ο νυσταγμός, ενώ είναι ασύνηθες να συνυπάρχει διαταραχή στην ακοή ή εμβοή προς κάποια πλευρά. Τέλος, σε αυτόν τον τύπο του ιλίγγου συνυπάρχει συνήθως (ή σχεδόν πάντα) και επιπλέον νευρολογική συμπτωματολογία, όπως π.χ. από τις κατώτερες εγκεφαλικές συζυγίες, κεφαλαλγία ή άλλη εστιακή εκδήλωση, που παραπέμπει σε πλήξη του εγκεφαλικού στελέχους.   

Ο μη αιθουσαίος ίλιγγος είναι μη κατευθυνόμενος ίλιγγος και επιπλέον περιγράφεται δύσκολα. Συχνά ο ασθενής αναφέρει ότι αισθάνεται μία πολύ έντονη ζάλη σε συνδυασμό με ένα (ακαθόριστο) αίσθημα αστάθειας, το οποίο δεν είναι προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση και συνήθως δεν τον ωθεί να χάσει πλήρως την ισορροπία του. Επίσης, από τον ασθενή συχνά περιγράφεται και ένα αίσθημα ήπιας ή ελαφριάς μέθης ή ένα αίσθημα ότι «τρεμοσβήνει» το φως στους οφθαλμούς του ή ότι βλέπει θαμπά. Στον μη αιθουσαίο ίλιγγο ο νυσταγμός, όταν εκδηλώνεται, καθώς και τα επιπλέον συμπτώματα από το αυτόνομο νευρικό σύστημα είναι ήπιας έντασης. Επίσης, κατά κανόνα, ο μη αιθουσαίος ίλιγγος δεν συνοδεύεται από εμβοή ή από διαταραχή στην ακοή.    

Ο μη αιθουσαίος ίλιγγος μπορεί να εκδηλωθεί σε μία παθολογία που προσβάλλει το μη αιθουσαίο τμήμα του συστήματος ισορροπίας, όπως επίσης και σε μία διαταραχή στη νευρωνική επεξεργασία των κεντρομόλων ερεθισμάτων για την ισορροπία στο ΚΝΣ. Μαζί με το μη αιθουσαίο ίλιγγο είναι δυνατόν να εμφανίζεται και εστιακή νευρολογική συμπτωματολογία, η οποία ερμηνεύεται τοπογραφικά από τη βλάβη στο ΚΝΣ. Τέλος, να αναφέρουμε ότι το μη αιθουσαίο ίλιγγο μπορεί να προκαλέσουν, π.χ. μία αιμοδυναμική διαταραχή ή μία δυσλειτουργία του εγκεφάλου σε έδαφος υποτασικής κρίσης, καθώς επίσης και άλλες νοσολογικές αιτίες εκτός του ΚΝΣ, όπως π.χ. αναιμία, διαταραχές μεταβολισμού (υπογλυκαιμία), καρδιακή αρρυθμία, το φαινόμενο της υποκλοπής ή η επίδραση τοξικών και φαρμακευτικών ουσιών (β-αναστολείς, διουρητικά, νιτρώδη, δακτυλίτιδα).


[Επειδή συχνά αναφερόμαστε στο «νυσταγμό» είναι επιβεβλημένο, στο σημείο αυτό, να περιγράψουμε πολύ συνοπτικά αυτό το κλινικό εύρημα.

Ο νυσταγμός είναι μία ακούσια, επαναλαμβανόμενη και ρυθμική διφασική κίνηση ταλάντωσης (των βολβών) των οφθαλμών αποτελούμενη, κατά κανόνα, από μία παθολογική αργή κίνηση (ή βραδεία φάση) προς μία κατεύθυνση που ακολουθείται από μία διορθωτική, γρήγορη, σακκαδική κίνηση (ή ταχεία φάση) προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εξ` ορισμού ο νυσταγμός καθορίζεται ή ονομάζεται από την κατεύθυνση που έχει η γρήγορη κίνηση (ή η ταχεία φάση).

Ο νυσταγμός δημιουργείται ή αναπαράγεται, όταν διαταράσσεται ο συντονισμός του συστήματος της οφθαλμοκινητικότητας και μπορεί να χαρακτηριστεί και να περιγραφεί με βάση διαφορετικά κριτήρια. Εδώ, θα αναφέρουμε τα δύο πιο σημαντικά. Έτσι, ο νυσταγμός περιγράφεται:

- Ως οριζόντιος, κάθετος ή περιστροφικός με βάση την κατεύθυνση της κίνησης αναφορικά με τους τρεις άξονες κίνησης των οφθαλμικών βολβών.

- Με κατεύθυνση προς τα δεξιά ή αριστερά, προς τα πάνω ή κάτω ή τέλος με λοξή (ή διαγώνια) κατεύθυνση, με βάση την κίνηση που παρουσιάζει σε σχέση με τη μέση γραμμή του οφθαλμού.]

Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με ορισμένα πολύ βασικά σημεία, όσον αφορά στη διαγνωστική προσπέλαση του ιλίγγου.

Καταρχάς, πρέπει να επισημάνουμε ότι η διαφορική διάγνωση μεταξύ αιθουσαίου και μη αιθουσαίου ιλίγγου πρέπει (να μπορεί) να τίθεται μέσα από τη λεπτομερή λήψη του ιστορικού. Όσο πιο περιφερικά εντοπίζεται μία παθολογία, τόσο συχνότερα η υποκειμενική αίσθηση της κίνησης έχει το χαρακτήρα συγκεκριμένης περιστροφικής (ή κατακόρυφης) κίνησης. Διαταραχές στη μετάδοση και επεξεργασία των κεντρομόλων ερεθισμάτων της ισορροπίας στο ΚΝΣ προκαλούν μία υποκειμενική αίσθηση γενικότερης αστάθειας και ένα αίσθημα υποκειμενικής κίνησης ταλάντωσης, χωρίς συγκεκριμένη ροπή ή τάση πτώσης, δηλαδή όπως ένα αίσθημα (ήπιας) μέθης. Τέλος, ο ασθενής με μία βλάβη στην αιθουσαιοπαρεγκεφαλίδα εντοπίζει τη συμπτωματολογία της αστάθειας περισσότερο στα κάτω άκρα και (συνήθως) αρνείται την αίσθηση του ιλίγγου ως ψευδαισθητική αίσθηση μετατόπισης ή περιστροφής του ιδίου ή του περιβάλλοντος χώρου του.     

Περαιτέρω πολύ βασική διαπίστωση είναι η ύπαρξη εκλυτικών παραγόντων για τον ίλιγγο, όπως είναι π.χ. η αλλαγή θέσεως, η τοποθέτηση της κεφαλής σε συγκεκριμένη θέση ή η στροφή της κεφαλής προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Βασικό στοιχείο στο ιστορικό είναι η επιδείνωση του ιλίγγου στο σκοτάδι ή με το κλείσιμο των οφθαλμών. Σε μία τέτοια περίπτωση μπορεί να τεθεί ως διάγνωση (ή υπόθεση) εργασίας μία αμφοτερόπλευρη (bilateral) πλήξη του αιθουσαίου οργάνου, όπως επίσης και μία προσβολή της ιδιοδεκτικής αισθητικότητας, π.χ. σε μία πολυνευροπάθεια ή σε μία πλήξη των οπισθίων δεσμών στο νωτιαίο μυελό.

Σε μία παθολογία του αιθουσαίου οργάνου, οι ασθενείς αναφέρουν επαναλαμβανόμενες προσβολές ιλίγγου, συνήθως από ετών, οι οποίες έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Αντίθετα, σε μία διαταραχή στην αιμάτωση του εγκεφαλικού στελέχους, ο ίλιγγος περιγράφεται ως συνεχής και χρονικά εστιάζεται από εβδομάδων (ή μηνών).

Ο νυσταγμός στον αιθουσαίο ίλιγγο περιφερικού τύπου είναι, ως κλινικό εύρημα, ηπιότερος σε σχέση με την ιδιαιτέρως έντονη (και ενίοτε βασανιστική) υποκειμενική αίσθηση του ιλίγγου. Σε αντίθεση, στον αιθουσαίο ίλιγγο κεντρικού τύπου, κατά κανόνα, ο νυσταγμός είναι πολύ έντονος και χαρακτηριστικός σε σχέση με την ηπιότερη αίσθηση του ιλίγγου. Τέλος, ο κατακόρυφος νυσταγμός παραπέμπει (σχεδόν) πάντα σε πλήξη ή βλάβη του εγκεφαλικού στελέχους.

Συνοψίζοντας και με βάση τις διεθνείς βιβλιογραφικές αναφορές μπορούμε το σύμπτωμα «ίλιγγος» κλινικά να το κατατάξουμε στις εξής τρεις κατηγορίες, οι οποίες κατά κανόνα μπορούν να κατευθύνουν τη διαγνωστική σκέψη και την αρχική διαγνωστική προσπέλαση. Βεβαίως για την τελική διάγνωση χρειάζεται, όπως αναφέρθηκε, και η αναζήτηση και άλλων συμπτωμάτων και αντικειμενικών ευρημάτων, καθώς και τα αποτελέσματα συγκεκριμένων παρακλινικών εξετάσεων. Κατ` αυτόν τον τρόπο, διακρίνουμε:

- Τον μη παροξυντικό (ή συνεχή) ίλιγγο τύπου I, ο οποίος είναι οξύς, ιδιαίτερα έντονος και με αργά φθίνουσα πορεία ύφεσης. Αυτός ο τύπος του ιλίγγου είναι κατά κανόνα περιφερικής αιτιολογίας και μπορεί να εμφανιστεί, π.χ. στη λαβυρινθίτιδα, στην (οξεία) ιδιοπαθή αιθουσαία νευρωνίτιδα, σε κάταγμα του λιθοειδούς οστού ή τέλος στον έρπητα ζωστήρα του νεύρου της 8ης εγκεφαλικής συζυγίας, δηλαδή του στατοακουστικού.   

- Τον μη παροξυντικό (ή συνεχή) ίλιγγο τύπου II, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως συνεχής ίλιγγος μεταβλητής έντασης. Αυτός ο τύπος του ιλίγγου είναι κυρίως κεντρικής αιτιολογίας και δυνητικά μπορεί να εμφανιστεί, π.χ. στη σκλήρυνση κατά πλάκας (Multiple Sclerosis ή Encephalomyelitis Disseminata), καθώς επίσης και σε όγκους του εγκεφάλου και ιδίως σε χωροκατακτητικές εξεργασίες στην ανατομική περιοχή της γεφυροπαρεγκεφαλιδικής γωνίας.

- Τέλος, τον παροξυντικό ίλιγγο ο οποίος είναι διαλείπων, κάθε φορά μπορεί να είναι διαφορετικής έντασης, ενώ η διάρκειά του κυμαίνεται, συνήθως, από λεπτά μέχρι ώρες και (πολύ) σπανιότερα μέχρι ημέρες. Και ο παροξυντικός ίλιγγος είναι περιφερικής αιτιολογίας με αντιπροσωπευτική νόσο γι` αυτόν τον τύπο του ιλίγγου τη νόσο Meniere (Morbus Meniere).            

Καταλήγοντας και δίνοντας περισσότερη έμφαση στην κλινική θεώρηση του συμπτώματος «ίλιγγος», πρέπει να τονίσουμε ότι ο ίλιγγος αποτελεί πάντα μία διαγνωστική πρόκληση για τον ιατρό και ότι δια μέσου ενός σωστού και αναλυτικού ιστορικού, μιας λεπτομερούς κλινικής εξέτασης, καθώς και με τη βοήθεια συγκεκριμένων απεικονιστικών ή άλλων παρακλινικών εξετάσεων, πρέπει να αναζητείται η παθολογία ή η νόσος που προκαλεί το σύμπτωμα «ίλιγγος».  

Δεκέμβριος 2016

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.


Λάβε στο email σου τις πιο έγκυρες αναλύσεις!

Κάνε εγγραφή στο newsletter

Συμφωνώ με την Πολιτική Απορρήτου και τους Όρους Χρήσης.