Η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και η αύξηση του κατώτατου ήταν μία αναμενόμενη ρύθμιση. Μη αναμενόμενη ήταν η έκταση της αύξησης του κατώτατου μισθού (+11%). Πριν την αύξηση ο κατώτατος μισθός μας ήταν το 26% του ελληνικού κατά κεφαλή ΑΕΠ μαζί με την Πορτογαλία, Ισπανία κ.τ.λ. Τώρα ανεβήκαμε στο 33% και συγκρινόμαστε με την Γερμανία, την Ολλανδία κ.τ.λ.
Η απόφαση αυτή θα μειώσει την ανταγωνιστικότητά μας κατά 4,41% προς όφελος των εμπορικών ανταγωνιστών μας όπως η Ιταλία, Ολλανδία, Τουρκία κ.τ.λ. Επίσης εκτιμάται ότι θα μειώσει την απασχόληση αυτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό κατά 2%. Τέλος θα βελτιώσει τα εισοδήματα αυτών που θα συνεχίσουν να αμείβονται με κατώτατο μισθό ενώ συγχρόνως θα δημιουργήσει κίνητρα για προσφυγή στην σκιώδη οικονομία και τις ευέλικτες μορφές εργασίας. Η παραγωγικότητα της εργασίας δεν δικαιολογεί την έκταση της αύξησης, τ’ αποτελέσματα των επιχειρήσεων δεν την δικαιολογούν, τα μακροοικονομικά μεγέθη επίσης. Συνεπώς η αιτιολόγησή τους θα πρέπει ν’ αναζητηθεί στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο (μείωση φτώχειας). Ένας δρόμος αύξησης του δανεισμού και μείωσης της ανταγωνιστικότητας θα είναι καταστροφικός. Τον έχουμε δοκιμάσει και υποφέραμε. Η λύση είναι η ανάπτυξη.
Πρώτη δημοσίευση: Liberal.gr