Η απρόσμενη αβεβαιότητα μπορεί να προκαλέσει παράνοια, σύμφωνα με μελέτη

Σε εποχές απρόσμενης αβεβαιότητας, όπως η ξαφνική εμφάνιση μιας παγκόσμιας πανδημίας, οι άνθρωποι ενδέχεται να τείνουν ευκολότερα προς την παράνοια, όπως αναφέρουν ερευνητές του Πανεπιστημίου Yale σε μια μελέτη που δημοισεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό eLife.

«Όταν ο κόσμος μας αλλάζει απρόσμενα, θέλουμε να επιρρίψουμε την εκρηκτικότητα σε κάποιον, να βγάλουμε νόημα και ίσως να την εξουδετερώσουμε», είπε ο Philip Corlett, αναπληρωτής καθηγητής ψυχιατρικής στο Yale και κύριος συγγραφέας της μελέτης. «Ιστορικά, σε εποχές αναστάτωσης, όπως η μεγάλη φωτιά στην αρχαία Ρώμη το 64 μ.Χ. ή οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11/9, αυξήθηκαν η παράνοια και η συνωμοσιολογική σκέψη».

Η παράνοια είναι ένα βασικό σύμπτωμα σοβαρής πνευματικής ασθένειας, και σημαδεύεται από την πεποίθηση ότι κάποιοι άλλοι έχουν κακές προθέσεις. Αλλά επίσης εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους στον γενικό πληθυσμό. Για παράδειγμα, μια προηγούμενη έρευνα βρήκε ότι το 20% του πληθυσμού πίστευε ότι κάποιοι ήταν εναντίον του κάποια στιγμή το προηγούμενο έτος, ενώ το 8% πίστευε ότι κάποιοι ενεργούσαν με στόχο να τους βλάψουν.

Η κυρίαρχη θεωρία είναι ότι η παράνοια πηγάζει από μια ανικανότητα για ακριβή αξιολόγηση κοινωνικών κινδύνων. Αλλά οι Corlett και Erin Reed του Yale θεώρησαν ότι η παράνοια αντίθετα βρίσκεται σε έναν περισσότερο βασικό μηχανισμό μάθησης, ο οποίος πυροδοτείται από την αβεβαιότητα, ακόμα και εν τη απουσία κοινωνικής απειλής.

«Θεωρούμε ότι ο εγκέφαλος είναι μια μηχανή πρόβλεψης. Απρόβλεπτη αλλαγή, είτε κοινωνική είτε όχι, ενδέχεται να αποτελέσει έναν τύπο απειλής – περιορίζει την ικανότητα του εγκεφάλου να κάνει προβλέψεις», είπε η Reed. «Η παράνοια ίσως είναι υπεύθυνη για την αβεβαιότητα γενικά και οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μπορεί να είναι ιδιαίτερα περίπλοκες και δύσκολες να προβλεφθούν».

Σε μια σειρά από πειράματα, ρώτησαν υποκείμενα με διαφορετικό βαθμό παράνοιας να παίξουν ένα παιχνίδι με κάρτες, όπου οι καλύτερες επιλογές επιτυχίες άλλαζαν κρυφά. Άνθρωποι με λίγη ή καθόλου παράνοια αργά υπέθεσαν ότι η καλύτερη επιλογή είχε αλλαχθεί. Ωστόσο, όσον αφορά εκείνους με παράνοια αναμενόταν ακόμα περισσότερη επιθετικότητα στο παιχνίδι. Άλλαζαν τις επιλογές τους παρορμητικά – ακόμα και μετά από νίκη. Οι ερευνητές στη συνέχεια αύξαιναν τα επίπεδα αβεβαιότητας και άλλαζαν τις πιθανότητες νίκης εν τω μέσω του παιχνιδιού, χωρίς να το αναφέρουν στους συμμετέχοντες. Αυτή η ξαφνική αλλαγή έκανε ακόμα και εκείνους με χαμηλό επίπεδο παράνοιας να συμπεριφέρονται όπως εκείνοι με παράνοια, μαθαίνοντας λιγότερα από τις συνέπειες των επιλογών τους.

Σε ένα σχετικό πείραμα, οι συνεργάτες από το Yale Jane Taylor και Stephanie Groman εκπαίδευσαν ποντίκια, ένα σχετικά μη κοινωνικό είδος, να φέρει σε πέρας ένα παρόμοιο έργο, όπου οι καλύτερες επιλογές επιτυχίας άλλαζαν. Τα ποντίκια, στα οποία είχε χορηγηθεί μεθαμφεταμίνη – γνωστή για το ότι προκαλεί παράνοια στους ανθρώπους – συμπεριφέρονταν όπως οι παρανοϊκοί άνθρωποι. Και αυτά παρουσίαζαν αυξημένη εκρηκτικότητα και βασίζονταν περισσότερο στις προσδοκίες τους αντί να μαθαίνουν από το τι συμβαίνει.

«Ελπίζουμε ότι αυτή η εργασία θα διευκολύνει μια μηχανιστική ερμηνεία της παράνοιας, ένα πρώτο βήμα στην ανάπτυξη νέων θεραπειών που θα στοχεύουν αυτούς τους υποκείμενους μηχανισμούς», είπε η Corlett.

Πηγή: Science Daily