Οι σκύλοι "διαβάζουν" το πρόσωπό μας
Ζώντας σε τόσο στενή επαφή με τους ανθρώπους, οι σκύλοι έχουν αναπτύξει ορισμένες δεξιότητες που τους καθιστούν ικανούς να αλληλεπιδρούν και να επικοινωνούν αποτελεσματικά με τους ανθρώπους. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι ο εγκέφαλος των σκύλων μπορεί να συλλάβει συναισθηματικά στοιχεία που εμπεριέχονται στη φωνή ενός ανθρώπου, στη στάση και μυρωδιά του σώματος, αλλά και να διαβάζει το πρόσωπό του.
Στη μελέτη αυτή, οι ερευνητές παρατήρησαν τι συνέβαινε όταν παρουσίαζαν φωτογραφίες των ίδιων δύο ενήλικων προσώπων (ενός άνδρα και μιας γυναίκας) σε 26 σκύλους ενώ έτρωγαν. Οι φωτογραφίες τοποθετούνταν σε στρατηγικά σημεία στα πλάγια της γραμμής του βλέμματος των ζώων και οι φωτογραφίες έδειχναν ένα ανθρώπινο πρόσωπο που εξέφραζε ένα από τα έξι βασικά ανθρώπινα συναισθήματα: θυμό, φόβο, ευτυχία, θλίψη, έκπληξη, αηδία, ή ένα ουδέτερο πρόσωπο.
Οι σκύλοι έδειξαν μεγαλύτερη αντίδραση και δραστηριότητα της καρδιάς, όταν τους έδειχναν φωτογραφίες που εξέφραζαν διεγερμένες συναισθηματικές καταστάσεις, όπως θυμός, φόβος και ευτυχία. Επίσης, χρειάστηκε περισσότερος χρόνος να επιστρέψουν στο φαγητό, αφότου είδαν τις φωτογραφίες αυτές. Η αύξηση των καρδιακών παλμών υποδείκνυε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις βίωναν περισσότερο άγχος.
Επιπλέον, οι σκύλοι έτειναν να στρέψουν το κεφάλι τους προς τα αριστερά όταν έβλεπαν ανθρώπινα πρόσωπα που εξέφραζαν θυμό, φόβο ή ευτυχία. Το αντίστροφο συνέβη όταν τα πρόσωπα φαίνονταν έκπληκτα, πιθανώς επειδή οι σκύλοι τα εκλάμβαναν ως μη απειλητική, χαλαρή έκφραση. Επομένως, αυτά τα ευρήματα υποστηρίζουν την ύπαρξη ενός είδους ασύμμετρου συναισθηματικού συντονισμού του εγκεφάλου του σκύλου, ώστε να επεξεργάζεται βασικά ανθρώπινα συναισθήματα.
«Όταν ξεκάθαρα προκαλούνται αρνητικά συναισθήματα, αυτά φαίνεται να επεξεργάζονται από το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου του σκύλου και τα πιο θετικά συναισθήματα από το αριστερό», παρατηρεί ο Marcello Siniscalchi του Πανεπιστημίου του Bari Aldo Moro στην Ιταλία, ένας από τους συντάκτες του σχετικού άρθρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Learning & Behavior.
Πηγή: ScienceDaily