Το εργασιακό σκούριασμα είναι μία σιωπηλή διάβρωση της επαγγελματικής υπόστασης του εργαζομένου, και συχνά συνδέεται άρρηκτα με τη συστηματική ηθική παρενόχληση. Ο παραγκωνισμός που επιβάλλεται από τον προϊστάμενο, όχι ως αποτέλεσμα οργανωτικών αναγκών αλλά ως εσκεμμένη τακτική αποδυνάμωσης, λειτουργεί σαν ένα είδος αργής δηλητηρίασης της ψυχικής αντοχής και του επαγγελματικού αυτοσεβασμού. Ο εργαζόμενος παύει να λαμβάνει αναθέσεις ουσίας, αποκλείεται από συναντήσεις, υποτιμάται μπροστά σε άλλους ή αγνοείται συστηματικά. Το μήνυμα είναι σαφές και επαναλαμβανόμενο: δεν ανήκεις, δεν χρειάζεσαι, δεν μετράς. Αυτό το είδος απαξίωσης, όσο αόρατο κι αν φαίνεται προς τα έξω, είναι μία από τις πιο βάναυσες μορφές ψυχολογικής κακοποίησης στον χώρο εργασίας.
Όταν ο εργαζόμενος εισπράττει αυτή την απομόνωση, αρχίζει σταδιακά να αμφισβητεί τις ικανότητές του, να αποτραβιέται, να σβήνει δημιουργικά. Η σκουριά δεν είναι μόνο λειτουργική, δεν αφορά μόνο την έλλειψη εμπλοκής με την εργασία, αλλά και υπαρξιακή. Διαβρώνει την αίσθηση ταυτότητας και σκοπού. Το πιο οξύμωρο είναι πως, ενώ ο εργαζόμενος υποφέρει, το περιβάλλον συχνά αδυνατεί ή αρνείται να αναγνωρίσει το πρόβλημα, διαιωνίζοντας τη σιωπή και τη συνενοχή.
Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης δεν είναι εύκολη, αλλά είναι αναγκαία. Αρχικά, χρειάζεται εσωτερική επιβεβαίωση ότι η απαξίωση δεν αντανακλά τις πραγματικές ικανότητες ή την αξία του εργαζομένου. Η αποστασιοποίηση από την τοξικότητα του προϊσταμένου μπορεί να λειτουργήσει ως αφετηρία επαναπροσδιορισμού, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει προσωρινή εσωτερική απόσυρση. Στη συνέχεια, είναι κρίσιμο να τεκμηριωθεί η συμπεριφορά, να μιλήσει ο εργαζόμενος σε πρόσωπα εμπιστοσύνης ή ακόμα και σε ανώτερα στελέχη ή δομές υποστήριξης, όπου υπάρχουν. Δεν είναι δείγμα αδυναμίας η αναζήτηση βοήθειας· είναι πράξη αντίστασης απέναντι σε μια παραβίαση που επιχειρεί να γίνει κανονικότητα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως η μόνη διέξοδος να είναι η αλλαγή περιβάλλοντος. Όσο κι αν αυτή η επιλογή μοιάζει σαν παραδοχή ήττας, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι η αρχή μιας βαθιάς αποκατάστασης της προσωπικής και επαγγελματικής ταυτότητας. Το σκούριασμα δεν είναι μόνιμο όταν υπάρξει το θάρρος να καθαριστεί η σκουριά, να ξαναβρεθεί το φως της αξίας και της δημιουργίας και να επανακτήσει ο εργαζόμενος τη φωνή και τον ρόλο που του αξίζει.
Eίναι απολύτως πιθανό, και συχνά συμβαίνει, ο εσκεμμένος παραγκωνισμός να έχει τις ρίζες του όχι σε αντικειμενικά κριτήρια επίδοσης, αλλά σε καθαρά υποκειμενικές αντιπάθειες ή προκαταλήψεις του προϊσταμένου. Η μη ταύτιση με την προσωπικότητα, τις αξίες, το ήθος ή ακόμα και την εξωτερική εμφάνιση του εργαζομένου μπορεί να λειτουργήσει ως αφορμή για μια εσωτερική απόρριψη, η οποία στη συνέχεια εκφράζεται μέσα από μικροεκδικήσεις, αδιαφορία ή επαναλαμβανόμενη υποβάθμιση.
Όταν ο προϊστάμενος βλέπει στον υπάλληλο κάτι που δεν του είναι "οικείο" ή "αρεστό", είτε πρόκειται για έναν ήρεμο, εσωστρεφή χαρακτήρα που δεν εντάσσεται εύκολα στο δυναμικό, εξωστρεφές πρότυπο που ίσως ο ίδιος θεωρεί ιδανικό, είτε για μια εξωτερική εμφάνιση που ξεφεύγει από τις «νόρμες» που (σιωπηρά) αποδέχεται, τότε είναι πιθανό να τον αποξενώνει χωρίς καν να το παραδέχεται. Δεν έχει σημασία αν το κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα· το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ο εργαζόμενος περιθωριοποιείται και σταδιακά αδρανοποιείται.
Αυτό το φαινόμενο αναδεικνύει ένα πολύ πιο βαθύ και ανησυχητικό πρόβλημα: όταν η αξιολόγηση ενός εργαζομένου χρωματίζεται από προσωπικές συμπάθειες και αισθητικά ή ψυχολογικά φίλτρα, το εργασιακό περιβάλλον παύει να είναι δίκαιο και γίνεται προσωπικό πεδίο εξουσίας. Και εκεί πια δεν έχουμε απλώς μια περίπτωση "κακής διαχείρισης", αλλά έναν χώρο που επιτρέπει, ή και ενθαρρύνει, διακρίσεις.
Η αντίδραση του εργαζομένου δεν είναι εύκολη, γιατί καλείται να επιβιώσει σε ένα πεδίο όπου τα κριτήρια είναι ρευστά και τα φίλτρα άδικα. Παρ’ όλα αυτά, η συνειδητοποίηση ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον ίδιο αλλά στον φακό του άλλου είναι λυτρωτική. Αν κάποιος σε απορρίπτει όχι για αυτό που κάνεις, αλλά για αυτό που είσαι, ή απλώς για αυτό που φαίνεσαι, τότε η ευθύνη δεν βαραίνει εσένα. Αυτό δεν αναιρεί τη δυσκολία της κατάστασης, αλλά προσφέρει ένα σημείο αναφοράς για να μη σε καταπιεί η αυτοαμφισβήτηση. Από εκεί και πέρα, οι δρόμοι αντίστασης, με τεκμηρίωση, συζήτηση ή και φυγή, παραμένουν δύσβατοι αλλά απαραίτητοι. Γιατί κανείς δεν πρέπει να σιωπήσει μπροστά σε μια απόρριψη που δεν έχει να κάνει με την αξία του, αλλά με την τύφλωση εκείνων που δεν την μπορούν να τη δουν.