Ανακαλύφθηκε αρχαίο θησαυροφυλάκιο
Μια καλά οχυρωμένη πόλη, με εντυπωσιακό ιερό και πλήθος κινητών ευρημάτων, αποκαλύπτουν οι αρχαιολόγοι σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από την Καβάλα. Ιδρύθηκε από Θάσιους στο τέλος του 7ου π.Χ. αιώνα και αποτελούσε σημαντικό κέντρο μεταλλευτικής δραστηριότητας.
Μια πόλη που στηριζόταν στο μέταλλο, που προμήθευε με σίδηρο, χαλκό, άργυρο, πιθανόν και χρυσό, τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην παλιά εθνική οδό Καβάλας-Ξάνθης, 18 χιλιόμετρα από την Καβάλα.
Η Πίστυρος ήταν κέντρο έντονης μεταλλευτικής δραστηριότητας, όπως και η γειτονική οροσειρά της Λεκάνης, με τα πολυάριθμα μεταλλεία-στοές και οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν πρόσφατα θραύσματα από εσωτερικό τοίχωμα μεταλλουργικής καμίνου -εύρημα σπάνιο-, ενώ τις επόμενες μέρες συνεχίζουν την ανασκαφή για να εντοπίσουν το εργαστήριο επεξεργασίας των μετάλλων εντός της καλά οχυρωμένης πόλης με το εντυπωσιακό ιερό.
«Έχουν βρεθεί πολύ μεγάλες ποσότητες αρχαιομεταλλουργικών κατάλοιπων στο εσωτερικό της οχύρωσης, αλλά και γύρω από αυτήν. Η μελέτη των σκωριών δείχνει κατεργασία μεταλλευμάτων για προσπορισμό σιδήρου, χαλκού, αργύρου, πιθανόν και χρυσού. Έχουν συλλεγεί πολλά θραύσματα λιθαργύρου, που προκύπτουν κατά τον διαχωρισμό του αργύρου από τον μόλυβδο μέσω της κυπέλλωσης. Σε συγκεκριμένο σημείο του οικισμού, βρέθηκε αφθονία τέτοιων υλικών μαζί με απανθρακωμένο υλικό, αλλά και θραύσματα υαλοποιημένων σκωριών και πηλών, που προέρχονται από το εσωτερικό καμίνου. Αυτό μας οδηγεί στην υπόθεση, ότι υπήρχαν εργαστρια μεταλλουργίας στο αστικό κέντρο, κάτι που δεν αποτελεί τον κανόνα και είναι εξαιρετικά ευχάριστο ως εύρημα. Δεν έχουμε τεκμήρια για τα αντικείμενα που κατασκευάζονταν, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν όπλα, εργαλεία, κοσμήματα, πρώτη ύλη νομισμάτων. Ίσως πάντως η εμπορία να αφορούσε περισσότερο σε έτοιμη και επεξεργασμένη ύλη, παρά σε αντικείμενα», αποκαλύπτει στο «Έθνος της Κυριακής», ο διευθυντής της ανασκαφής, τέως προϊστάμενος του υπουργείου Πολιτισμού, αρχαιολόγος, Στρατής Παπαδόπουλος.
Η Πίστυρος είναι αποικία που ιδρύθηκε στο τέλος του 7ου π.Χ. αιώνα από τους Θάσιους, όταν άρχισαν να δημιουργούν την θασιακή περαία ή «θασίων ήπειρο», για να εκμεταλλεύονται πρώτες ύλες της ενδοχώρας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τοπίου της ήταν μια αλμυρή λίμνη με άφθονα ψάρια. Οι μαρτυρίες για την αποίκιση αυτή δεν είναι άμεσες (πηγές ή επιγραφές), αλλά έμμεσες: η ενισχυμένη οχύρωση ήταν εξολοκλήρου από λευκό μάρμαρο Θάσου, ενώ στα κινητά ευρήματα περιλαμβάνονται αργυρά νομίσματα Θάσου των υστεροαρχαϊκών χρόνων και αργότερα πολλά χάλκινα Θάσου, θασιακοί αμφορείς και κέραμοι με τα αναγνωριστικά τους σφραγίσματα, εισηγμένα θασιακά αγγεία και επιγραφές πάνω στους δόμους του τείχους, συνήθεια επίσης προσφιλής στη Θάσο. Αν και μικρή σε έκταση, η Πίστυρος, των 15 στρεμμάτων, ήταν ένα σπουδαίο μεταλλευτικό και εμπορικό κέντρο της αρχαιότητας, ένα «χρηματιστηριακό κέντρο» της εποχής. Ήταν η πλέον εντυπωσιακή από πλευράς αρχιτεκτονικής και ευρημάτων σε όλο το ανατολικό τμήμα της Καβάλας, ένας οικονομικά εύρωστος και για το λόγο αυτό αξιόλογος οικισμός της ευρύτερης περιοχής, από την Νεάπολη ως τον Νέστο.
Το μνημειακό τείχος της, δείχνει ότι η πόλη είχε ανάγκη ισχυρής φύλαξης…για τον θησαυρό που έκρυβε στο εσωτερικό της, λόγω της αφθονίας μετάλλων και της επεξεργασίας τους. Η πόλη κατοικούνταν τουλάχιστον ως το τέλος του 2ου π.Χ. αιώνα και άγνωστο είναι ακόμη το πώς και γιατί εγκαταλείφθηκε. «Η μητρόπολη οχύρωσε την αποικία, γιατί δεν ήθελε να διακινδυνεύσει αυτόν τον πλούτο, το ίδιο ισχύει και για τους θεσμούς της πόλης όταν αυτή προσπάθησε να ξεφύγει από τον σφιχτό έλεγχο της Θάσου, από τα μέσα του 5ου π.Χ. και εξής», τόνισε κ. Παπαδόπουλος. Αν και δεν έχει βρεθεί επιγραφή, οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί εκτιμούν ότι έχουν ανακαλύψει την Πίστυρο, την πόλη που αναφέρει ο Ηρόδοτος με αφορμή την εκστρατεία του Ξέρξη-ένδειξη ότι είχε ιδρυθεί πριν το 483 π.Χ.
Ήταν επίσης γνωστή στην αρχαιότητα με τα ονόματα Πίστειρα, Βίστιρος και Βάστειρα, όπως αναφέρεται στον ιστορικό των κλασικών χρόνων, Αναξιμένη και αργότερα στους Αρποκρατίωνα και Φώτιο, Ηρωδιανό και Στέφανο Βυζάντιο. Μέσα στον οικισμό βρέθηκε οινοποιείο, ιερό, αλλά και δύο δημόσια κτίρια, ενώ τα θραύσματα τείχους από κάμινο μεταλλουργικής δραστηριότητας εντοπίστηκαν πολύ κοντά σε μια ωραία οδική αρτηρία με ψιλό χαλίκι και πηλόχωμα. Εκεί, θα συνεχιστεί τις επόμενες μέρες η ανασκαφή, που φέτος θα γίνει με ειδικά υγειονομικά πρωτόκολλα, μικρότερο αριθμό αρχαιολόγων και εργατών και όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας, λόγω του κορονοϊού.
Στον κεντρικό τομέα της πόλης, βρέθηκε ένα εργαστήριο αγγειοπλαστικής του 3ου π.Χ. αιώνα, που έχει αρκετές ομοιότητες με ανάλογο, το οποίο ανέσκαψε ο κ. Παπαδόπουλος στα Λιμενάρια της Θάσου. Της Θάσου, όπως μας είπε, ήταν εργαστήριο οξυπύθμενων αμφορέων για το εμπόριο του φημισμένου θάσιου κρασιού και χρονολογείται επίσης στην ελληνιστική εποχή. Το δεύτερο δημόσιο κτίσμα ήταν πιθανόν χώρος συνάθροισης και διαβούλευσης για τα θέματα της πόλης, ένα μικρό Βουλευτήριο, όπως η αποκαλούμενη έδρα πολιταρχών στην αγορά της Πέλλας. Στα νοτιοανατολικά του οικισμού, κοντά στην κεντρική αμαξιτή πύλη, που οδηγούσε στο λιμάνι, αποκαλύφθηκε το ιερό. Εκεί πρέπει να αναπτύσσονταν ένα τέμενος και ο διμερής ναός (με πρόδομο και δόμο), αποτελούσε τον πυρήνα του. «Η κάτοψη του ναού παραπέμπει στον τύπο με τονισμένο τον κατά πλάτος άξονα όπως τον γνωρίζουμε από την Θάσο και τις Κυκλάδες.
Στο εσωτερικό του βρέθηκε πήλινη «τελετουργική» εστία, λίθινο τριβείο και κάτω τμήμα αγγείου με οπή για σπονδές. Στα ανατολικά του ιερού υπήρχε αύλειος χώρος με βάθρα αναθημάτων και σε μικρή απόσταση επιγραφή που μαρτυρά την λατρεία του Διός Σωτήρος και του βασιλιά Φιλίππου. Η επιγραφή χρονολογείται στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα και υποθέτουμε ότι συνόδευε ανάθημα», εξήγησε ο κ. Παπαδόπουλος, προσθέτοντας ότι η μορφή του ιερού, όπως διασώζεται, ανήκει στα ελληνιστικά χρόνια, αλλά αυτό υπήρχε και κατά την κλασική εποχή. Όσον αφορά την θεότητα, που λατρεύονταν, ακόμη δεν έχει επιβεβαιωθεί, «αλλά πολύ κοντά βρέθηκε επιγραφή αναθηματική στον Δία Σωτήρα και μέσα στο ιερό εντοπίστηκε μικρός αριθμός πήλινων ειδωλίων της Αφροδίτης».
Από τα κινητά ευρήματα, που χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ. ως τον 1ο αιώνα π.Χ., ξεχωρίζουν, μεγάλος αριθμός αγγείων, διαφόρων τύπων, από τη Θάσο, τις Κυκλάδες, τη Μικρά Ασία και την Αττική, μολύβδινα σταθμία, τέχνεργα υφαντικής, χάλκινα και αργυρά νομίσματα, ειδώλια, εργαλεία και κοσμήματα.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιγραφές που έχουν χαραχθεί στο μέτωπο των αρχαϊκών δομών της περιβόλου, σε παριανό αλφάβητο και σε αρκετές περιπτώσεις επί τα λαιά (προς τα αριστερά). Χαράσσονται τα πρώτα 3 ή 4 γράμματα ονομάτων, όπως συμβαίνει και στην οχύρωση της Θάσου, με περίπου 600 παραδείγματα. Σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλος, πρόκειται μάλλον για υπογραφές λατόμων ή ιδιοκτητών λατομείων. Τα ονόματα που επικρατούν στην Πίστυρο είναι τα Επιγ(ένης) και Γλαύ(κος).
Το ανατολικό τείχος της πόλης.
Αργυρά νομίσματα Θάσου αρχαϊκής εποχής.
Οινοποιείο ελληνιστικής εποχής