ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΡΓΙΕΣ, ΜΕ ΠΟΙΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΟΥΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ
Ιστορικά δεδομένα – ορολογία
Στις αρχές του 1900, οι ερευνητές-φυσιοδίφες P. Portier και C. Richet, σε μια περιήγησή τους σε κάποια τροπικά νησιά, διαπίστωσαν μια περίεργη ασθένεια των ιθαγενών που προκαλείτο από την επαφή τους με τις θαλάσσιες ανεμώνες και που πολλές φορές προκαλούσε και το θάνατο. Μελετώντας το φαινόμενο με θαλάσσιες ανεμώνες και στη συνέχεια με σκύλους, πρωτοπεριέγραψαν το 1902 –χρησιμοποιώντας ελληνικούς όρους– το φαινόμενο της «αναφυλαξίας», σαν αντίθετο της προ-φύλαξης του οργανισμού. Σήμερα ο όρος αναφυλαξία χρησιμοποιείται για αντιδράσεις που προκαλούν οξύ σοκ, σαν αποτέλεσμα της εισόδου αντιγόνου σε ένα ευαισθητοποιημένο οργανισμό.
Αργότερα, το 1906, ο C. Pirquet –χρησιμοποιώντας και αυτός ελληνικούς όρους– εισήγαγε τον όρο «αλλεργία» σαν πιο περιεκτικό όρο, που περιγράφει τα «άλλα έργα» της αντίδρασης αντιγόνου-αντισώματος στον οργανισμό (της ανοσολογικής απάντησης) και συγκεκριμένα όλες τις αντιδράσεις από απόψεως φυσιολογίας και παθολογίας, που μερικές από αυτές δεν περιλαμβάνονται στον όρο ευαισθητοποίηση.
Ο οργανισμός, όπως είναι γνωστό, έχει διάφορους αμυντικούς μηχανισμούς. Άλλοι από αυτούς αποτελούν τη φυσική ανοσία, δηλαδή την αναχαίτιση του πολλαπλασιασμού ή την καταστροφή του εισβολέα, ή ακόμα πιο παθητικούς που αποβλέπουν στο να αποτρέψουν την είσοδο του εισβολέα στον ιστό –με τον ένα ή άλλο τρόπο– ή στο να αποτύχει ο εισβολέας να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί. Άλλοι από τους μηχανισμούς αυτούς αποτελούν την επίκτητη ειδική ανοσία ή με άλλα λόγια την εξειδικευμένη ανοσοποίηση. Στην περίπτωση αυτή ο οργανισμός, για κάθε ένα καθορισμένο εισβολέα, συνθέτει ειδικά μόρια που λέγονται αντισώματα, απόλυτα εξειδικευμένα στη δέσμευση του εισβολέα ο οποίος αποτελεί το αντιγόνο.
Μηχανισμός πρόκλησης αλλεργίας
Με τον όρο επίκτητη ειδική ανοσία αναφερόμαστε στενά στο τι συμβαίνει μεταξύ αντιγόνου-αντισώματος, ενώ ο όρος ευαισθητοποίηση είναι πιο γενικός και αναφέρεται στο τι συμβαίνει σαν αποτέλεσμα της αντίδρασης αντιγόνου-αντισώματος (που πρέπει να είναι IgE αντίσωμα) σε οργανισμό που έχει ήδη «γνωρίσει» το συγκεκριμένο αντιγόνο από προηγούμενη είσοδό του στον οργανισμό και έχει αναπτύξει τέτοια αντισώματα (IgE) που τον έχουν ευαισθητοποιήσει στο συγκεκριμένο αντιγόνο. Ο μηχανισμός για το αν και πότε θα ευαισθητοποιηθεί ένας οργανισμός σε ένα αντιγόνο, δεν είναι τελείως γνωστός. Έτσι όταν στον οργανισμό εισέλθει ένα αντιγόνο για πρώτη φορά ή για πολλαπλή φορά αλλά δεν είναι ευαισθητοποιημένος ο οργανισμός στο αντιγόνο αυτό, τότε το αντίσωμα θα δεσμεύσει το αντιγόνο και θα έχουμε εξουδετέρωση της μόλυνσης. Στην περίπτωση όμως που το αντιγόνο εισέλθει σε ένα ευαισθητοποιημένο οργανισμό, τότε με τη δέσμευση του αντιγόνου από το αντίσωμα (IgE) εκτός από την εξουδετέρωση του αντιγόνου από το αντίσωμα (της μόλυνσης) θα γίνουν και «άλλα έργα» δηλαδή διεργασίες επιβλαβείς στον οργανισμό, όπως η έκλυση του φλεγμονώδους παράγοντα (του χημικού μεσολαβητή) PAF.
Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από το σχήμα, το αντιγόνο δεσμεύεται (γεφυρώνει) συγχρόνως σε δύο IgE αντισώματα και προκαλείται η έκλυση διαφόρων συστατικών και κυρίως του PAF ο οποίος προκαλεί «τα άλλα έργα».
Επομένως το κατά πόσο η ευαισθητοποίηση μετέχει τελικά στη προστασία και προφύλαξη του οργανισμού είναι κάτι συζητήσιμο. Πάντως, σήμερα θεωρείται ότι η ευαισθητοποίηση δε συμμετέχει και πολύ στην προστασία του οργανισμού.
Οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε ένα ευαισθητοποιημένο οργανισμό κατά την επίδραση του ειδικού αντιγόνου – στο οποίο έχει ευαισθητοποιηθεί ο οργανισμός - περιλαμβάνουν βλάβες στους ιστούς που προέρχονται από δύο αιτίες: Η μια οφείλεται στο σύμπλοκο του αντιγόνου – αντισώματος (εφ΄ όσον βέβαια είναι σε σημαντική ποσότητα), και η άλλη σε ουσίες που εκκρίνονται κατά την ανοσολογική αυτή απάντηση, κάτι που γίνεται και με ελάχιστες ποσότητες αντιγόνου-αντισώματος μέσα από την ενεργοποίηση μιας πολύπλοκης ενδοκυτταρικής διεργασίας.
Ταξινόμηση αλλεργιών
Οι βλάβες που προκαλούν αυτές οι ουσίες είναι αυτό που ονομάζουμε αλλεργικές αντιδράσεις. Οι αλλεργικές αντιδράσεις, σύμφωνα με την ταξινόμηση των Goombs και Gell που επικράτησε από το 1969, κατατάσσονται σε 4 τύπους, με βάση τα προκαλούμενα παθοφυσιολογικά φαινόμενα:
Τύπος Ι ή υπερευαισθησία άμεσου τύπου. Στην αλλεργική αντίδραση του τύπου αυτού που λέγεται και άμεση γιατί εμφανίζεται αμέσως μετά τον αντιγονικό ερεθισμό, υπάγονται όλες σχεδόν οι παιδικές αλλεργικές παθήσεις και οι πιο συνηθισμένες μορφές αλλεργίας.
Τύπος ΙΙ ή υπερευαισθησία κυτταροτοξικού τύπου. Παρουσιάζεται συνήθως εντοπισμένη στα ερυθρά αιμοσφαίρια και μπορεί να προέρχεται από μικροβιακή μεμβράνη ή από ατελές αντίσωμα σταθεροποιημένα σε μια μεμβράνη (για παράδειγμα του ερυθρού αιμοσφαιρίου). Σαν αποτέλεσμα έχουμε λύση του ερυθρού αιμοσφαιρίου και αιμόλυση με συμπτωματολογία αιμολυτικής αναιμίας.
Τύπος ΙΙΙ ή υπερευαισθησία από το σύμπλοκο αντιγόνου-αντισώματος. Λέγεται και ημιβραδεία αντίδραση γιατί παρατηρείται 6-12 ώρες μετά τον αντιγονικό ερεθισμό. Προκαλείται από την εναπόθεση του συμπλόκου αντιγόνου-αντισώματος στα εξωτερικά τοιχώματα των μικρών αγγείων με αποτέλεσμα τη δημιουργία φλεγμονής, θρόμβωσης, εκφυλισμού του εσωτερικού αγγειακού τοιχώματος και εκδήλωση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων.
Τύπος ΙV ή κυτταρική υπερευαισθησία ή υπερευαισθησία επιβραδυνομένου τύπου. Λέγεται και επιβραδυνομένη αντίδραση γιατί παρατηρείται 48-72 ώρες μετά τον αντιγονικό ερεθισμό. Κατά την αλλεργική αυτή αντίδραση το αντιγόνο δεν κυκλοφορεί στο αίμα αλλά απορροφάται από ορισμένους ιστούς (κυρίως το δέρμα), όπου παραμένει και συνδέεται με το αντίσωμα, το οποίο επίσης δεν μετακινείται με τον ορό του αίματος.
Αν και η αλλεργία θεωρείται κληρονομική ασθένεια, σημαντικό ρόλο παίζει και το περιβάλλον. Έτσι έχουν παρατηρηθεί αλλεργίες από φάρμακα, βαφές μαλλιών, φυτοφάρμακα, διάφορα συστατικά όπως χρώματα, μέταλλα, λιπαρές ύλες, πλαστικά κ.λπ. Υπάρχει όμως σχέση της αλλεργίας και με τη διατροφή. Στη τροφική αλλεργία οι αλλεργικές αντιδράσεις είναι εντοπισμένες στο πεπτικό σύστημα, αλλά εκδηλώνονται και με τους άλλους τρόπους των αλλεργικών αντιδράσεων π.χ κνιδώσεις, ισχυρό αλλεργικό σοκ κ.λπ.
Εμπλοκή του PAF στην αλλεργία
Ο περισσότερο διαδεδομένος και γνωστός τύπος αλλεργικής αντίδρασης είναι ο τύπος Ι. Κατ΄ αυτόν η κυριότερη ουσία που εκκρίνεται κατά την ανοσολογική απάντηση είναι ένας χημικός μεσολαβητής (ο ισχυρότερος σήμερα γνωστός λιποειδικός μεσολαβητής) που ονομάζεται Παράγοντας Ενεργοποίησης των Αιμοπεταλίων (Platelet-Activating Factor, PAF), του οποίου τη δομή είχα τη τύχη να ανακαλύψω το 1979. Ο παράγοντας αυτός αφ΄ ενός μεν έχει άμεσα επιβλαβείς δράσεις σε διάφορους ιστούς, αφ΄ ετέρου δε προκαλεί την έκκριση άλλων ουσιών που και αυτές έχουν επιβλαβή δράση σε διάφορους ιστούς. Έτσι σαν αποτέλεσμα της πρωτογενούς επιβλαβούς δράσης του PAF και της δευτερογενούς επιβλαβούς δράσης του PAF από την έκκριση των άλλων ουσιών (για παράδειγμα ισταμίνης), έχουμε τα γνωστά αλλεργικά συμπτώματα. Τον παραπάνω μηχανισμό αποδείξαμε τον επόμενο χρόνο (1980), με πειράματα σε κουνέλια όπου διαπιστώσαμε ότι η σύνθεση από τον οργανισμό του PAF προηγείται από τις αλλεργικές αντιδράσεις. Η χορήγηση συνθετικού PAF σε φυσιολογικό –μη ευαισθητοποιημένο– κουνέλι, προκαλεί όλες τις αλλεργικές αντιδράσεις και η χορήγηση του PAF σε μεγαλύτερες ποσότητες προκαλεί μέχρι πλήρες αλλεργικό σοκ και θάνατο. Σε αντίθεση με τον PAF, οι άλλες ουσίες που εκκρίνονται κατά την ανοσολογική απάντηση (π.χ. ισταμίνη) μπορούν να προκαλέσουν μόνο επιμέρους αλλεργικές αντιδράσεις και όχι το σύνολο αυτών, δηλαδή να προκαλέσουν πλήρες αλλεργικό σοκ.
Μέχρι σήμερα ενώ υπάρχουν πολλά φάρμακα για να αντιμετωπισθεί η δράση των ουσιών που εκκρίνονται δευτερογενώς από τον PAF (για παράδειγμα τα αντισταμινικά για την ισταμίνη) δεν υπάρχουν φάρμακα για την αντιμετώπιση της δράσης του ίδιου του PAF. Εξαίρεση αποτελεί το φάρμακο Rupafin (Ru- PAF- In, Rupatandine PAF Inhibitor) που αναστέλλει τη δράση του PAF αλλά και της ισταμίνης. Το θέμα ξεκίνησε από την δημοσίευση της ερευνητικής μας ομάδας το 1988 όπου διαπιστώναμε ότι στην αλλεργική ρινίτιδα παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα PAF στο αίμα και κάναμε την πρόταση ότι η αλλεργική ρινίτιδα προκαλείται από τον PAF. Το 2003 συντέθηκε ο αναστολέας του PAF η Rupatandine και απεδείχθη ότι όντως αποτελεί φάρμακο για την αλλεργική ρινίτιδα.
Σε πολλές ερευνητικές ομάδες του εξωτερικού, άλλα και στη δική μας ερευνητική ομάδα, έχουν μεν συντεθεί ή απομονωθεί από φυσικές πηγές, αναστολείς του PAF και βρίσκονται υπό μελέτη, αλλά καμία από τις ενώσεις αυτές δεν έχει αποτελέσει ένα ακόμα φάρμακο. Τα παραπάνω μπορούν να εξηγήσουν και τις δυσκολίες που υπάρχουν στην αντιμετώπιση της αλλεργίας, αφού μόνο οι δευτερογενείς δράσεις του PAF στους διάφορους ιστούς μπορούν να αντιμετωπισθούν και όχι οι πρωτογενείς δράσεις του PAF στους ιστούς.
Έτσι, εξηγείται και η βασική συμβουλή των γιατρών για τις αλλεργίες: Εντοπίστε το αίτιο (αντιγόνο) που σας προκαλεί την αλλεργία και αποφύγετέ το.
* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.
Online διαδραστική πλατφόρμα προβολής του πολιτισμού των Ελλήνων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μπες στο www.act4Greece.gr Επίλεξε τη ∆ράση YOU GO CULTURE
Κάνε τη δωρεά σου με ένα κλικ στο
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΩή με απ’ ευθείας κατάθεση ή μέσω internet, phone και mobile banking.
Πρόγραμμα Crowdfunding
Εξειδικευμένη γνώση με το κύρος του Πανεπιστημίου Αθηνών
E-Learning Προγράμματα
Βιβλία & Συμμετοχή σε Συλλογικές Εκδόσεις
|
- ‹
- 3 από 3