Το καλοκαίρι συνδέεται στο συλλογικό φαντασιακό με ελευθεριακές καταστάσεις: διακοπές, ήλιος, ερωτισμός, σώματα που κυκλοφορούν στον δημόσιο χώρο με μεγαλύτερη έκθεση και απελευθέρωση από κοινωνικούς περιορισμούς. Είναι, ωστόσο, αυτή η (φαινομενικά) ελευθεριακή συνθήκη ουδέτερη ως προς τον τρόπο που προσλαμβάνεται και βιώνεται κοινωνικά;
Για τον δυτικό πολιτισμό το αφήγημα του καλοκαιριού συγκροτείται σε σημαντικό βαθμό μέσα από έμφυλες, ηλικιακές και ταξικές κανονιστικότητες. Η πρόσβαση σε αυτή την κατασκευασμένη αίσθηση ελευθερίας είναι προνόμιο που δεν κατανέμεται ισότιμα μεταξύ όλων των υποκειμένων. Με απλά λόγια, δεν μετέχουν όλοι και όλες εξίσου στο κυρίαρχο αφήγημα του ‘δυτικού’ καλοκαιριού. Η ταινία Suntan (2016) του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου λειτουργεί ως εύστοχο σχόλιο σε αυτό το άνισα βιωμένο καλοκαιρινό τοπίο που αποδομεί την εποχική ερωτική ανεμελιά και φωτίζει τις σκοτεινές όψεις του ανδρικού βλέμματος και της επιθυμίας ως μορφές έμφυλης εξουσίας.
Ο πρωταγωνιστής, ένας μοναχικός, μέσης ηλικίας γιατρός, παρατηρεί τα σώματα που κατακλύζουν το καλοκαίρι το νησί όπου ασκεί τα ιατρικά του καθήκοντα. Γίνεται εμμονικός με την νεαρή Άννα – μια όμορφη, ‘ανέμελη’ τουρίστρια. Όμως το ‘βλέμμα’ του δεν είναι αθώο: είναι το βλέμμα της εξουσίας, το βλέμμα της κατοχής, το βλέμμα του ‘δικαιούμαι’. Είναι το ‘male gaze’ στην πιο ωμή του μορφή.
Ο όρος male gaze (απόδοση στα ελληνικά: ανδρικό βλέμμα), διατυπωμένος από την Laura Mulvey (Λόρα Μάλβεϊ) στο δοκίμιό της “Visual Pleasure and Narrative Cinema”, που δημοσιεύτηκε το 1975 στο περιοδικό Screen, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η κάμερα υιοθετεί μια ανδρική, ετεροκανονική οπτική: οι γυναίκες απεικονίζονται στην οθόνη κυρίως ως παθητικά αντικείμενα επιθυμίας, ενώ ο άνδρας, είτε θεατής είτε ήρωας ή και τα δύο μαζί, παραμένει το ενεργό υποκείμενο που παρατηρεί, επιθυμεί, ελέγχει. Σύμφωνα με την ανάλυσή της, το βλέμμα της κάμερας, του ήρωα και του θεατή, ανεξαρτήτως φύλου, ενοποιούνται στο πλαίσιο ενός male gaze που δομεί το γυναικείο σώμα ως θέαμα, με τρόπο αποσπασματικό και σεξουαλικά φορτισμένο. Η γυναίκα παρουσιάζεται ως «εικόνα», ενώ ο άνδρας «είναι φορέας του βλέμματος».
Η Άννα, στην ταινία Suntan, σταδιακά χάνει τη φυσική υπόστασή της για τον πρωταγωνιστή και μετατρέπεται σε φαντασίωση και αντικείμενο. Και όταν αυτή η φαντασίωση δεν είναι διαθέσιμη, όταν η νεαρή γυναίκα δεν συναινεί, η επιθυμία μετατρέπεται σε βία. Όχι βία εκρηκτική, αλλά υπόγεια, συμβολική και καθημερινή: εμμονική παρακολούθηση και παραβίαση ορίων με ένα τέλος ανοικτό προς ερμηνεία. Η αποκορύφωση της αντικειμενοποίησης της Άννας είναι η σκηνή που ο Κωστής, ο πρωταγωνιστής, ναρκώνει την Άννα και την μεταφέρει στο ιατρείο του, όπου την γδύνει μερικώς. Η σκηνή είναι έντονα ψυχολογικά φορτισμένη και αφήνει την έκβαση της ιστορίας ερμηνευτικά ανοικτή για το κινηματογραφικό κοινό.
Η ταινία φέρνει στην επιφάνεια τις πιο σκοτεινές πτυχές του καλοκαιρινού μύθου. Το γυναικείο σώμα παραμένει επιτηρούμενο και διαθέσιμο για κατανάλωση, εν πολλοίς ‘ευχάριστο’ αρκεί να συμμορφώνεται με τις προσδοκίες της ηδονιστικής καλοκαιρινής αφήγησης. Όταν εκείνο αρνείται ή δεν συναινεί, η απάντηση είναι πολλαπλώς βίαιη. Μέσα από την ταινία αναδεικνύεται πώς οι κοινωνίες μπορούν να χτίσουν τη βία μέσα από έμφυλα σχήματα πόθου. Ο γιατρός εκπροσωπεί τον ‘κανονικό’ άνδρα που πιστεύει πως δικαιούται να ερωτεύεται, να αγγίζει, να επιμένει – γιατί ο κόσμος τού ανήκει. Και το καλοκαίρι είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο προβάλλει αυτό το ‘δικαίωμα’. Είναι η εποχή που όσο η ταινία εξελίσσεται μετατρέπεται σε έναν ‘τόπο’ βίας.
Έναν χρόνο νωρίτερα η ταινία Chevalier (2015) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη έδειξε μια σατιρική αποδόμηση της αρρενωπότητας και της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των ανδρών, μέσα από το παιχνίδι που παίζουν οι ήρωες «ποιός είναι ο καλύτερος» καθώς περνούν τις διακοπές τους πάνω σε ένα γιωτ. Σε αντίθεση με το Suntan του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, το Chevalier λειτουργεί ως παράδειγμα ανατροπής του male gaze. Παρότι το καστ αποτελείται αποκλειστικά από άνδρες, η σκηνοθέτιδα τους κινηματογραφεί με αποστασιοποιημένο, σχεδόν κλινικό βλέμμα, αποκαλύπτοντας την κενότητα των επιτελεστικών μορφών αρρενωπότητας. Η απουσία του σεξουαλικού στοιχείου και η ειρωνική αποστασιοποίηση από τους χαρακτήρες δείχνουν πώς το female gaze μπορεί να υπονομεύσει την παραδοσιακή πατριαρχική αφήγηση, προσφέροντας μια κριτική ματιά στην κοινωνική κατασκευή του φύλου. Αντίθετα, το Suntan εγκλωβίζει τον θεατή στο βλέμμα και τις φαντασιώσεις του ήρωα, Κωστή.
Το καλοκαίρι, λοιπόν, δεν είναι το ίδιο για όλους και όλες. Αν για κάποιους άνδρες λειτουργεί ως περίοδος επανεκκίνησης της επιθυμίας και διεκδίκησης της ηδονής, για πολλές γυναίκες συνιστά περίοδο αυξημένης παρενόχλησης και έμφυλης διακινδύνευσης. Η ταινία Suntan αναδεικνύει την έμφυλη διάσταση του μύθου για το ηδονιστικό καλοκαίρι. Ο τίτλος της, άλλωστε, φέρει πολλαπλά σημασιολογικά νοήματα: η λέξη Suntan παραπέμπει ταυτόχρονα στο καλοκαίρι, στο φως και στη σωματική έκθεση, αλλά και στην ανάγκη για προστασία. Το βλέμμα δεν είναι ποτέ ουδέτερο και η ‘απελευθέρωση του καλοκαιριού’ αποτελεί συχνά μια κατασκευή που χαράζεται με έμφυλο τρόπο πάνω στα σώματα.
Βιβλιογραφία-Πηγές:
Coavoux, Sophie (2018). “Beyond Masculinity, the Female Gaze, and the Greek Crisis: Exploring Athina Rachel Tsangaris’s Chevalier and Its Particularizing Reception,” Journal of Research in Gender Studies 8(2): 144–168
Mulvey, L. (1975). Visual Pleasure and Narrative Cinema. Screen, 16(3), 6–18, https://opencourses.ionio.gr/modules/document/file.php/DAVA108/mulvey.pdf
Παπαδημητρόπουλος, Α. (Σκηνοθέτης). (2016). Suntan [Ταινία]. Ελλάδα: Oxymoron Films.
Τσαγγάρη, Αθηνά Ραχήλ (Σκηνοθέτιδα) (2015) Chevalier [Ταινία]. Ελλάδα:Faliro House Productions.