ΤΡΙΓΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σε μια προσπάθεια περιορισμού της φοροαποφυγής, η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει την αλλαγή σε νόμους και εγκυκλίους της τελευταίας εξαετίας (3842/2010, 3943/2011, 4110/2013, 4172/2013 και 4250/2014) σχετικά με τις τριγωνικές συναλλαγές. Πρόκειται για διάταξη η οποία συμπεριελήφθη στο νομοσχέδιο για τις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και αναμένεται να καθοριστεί με υπουργική απόφαση. Στο στόχαστρο για την επιβολή παρακράτησης μπαίνουν και επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με εταιρείες, οι οποίες δε διαθέτουν στην έδρα τους την απαραίτητη οργάνωση και υποδομή για τη διενέργεια συναλλαγών.

Ως τριγωνική συναλλαγή ορίζεται η διαδικασία στην οποία λαμβάνουν μέρος τρία εμπλεκόμενα μέρη, έστω οι εταιρίες Α (προμηθευτής εμπορευμάτων, πρώτων υλών, υπηρεσιών), Β (πραγματικός παραλήπτης αυτών) και Γ (εταιρεία συμφερόντων της εταιρείας Β η οποία μεσολαβεί ως τυπικός παραλήπτης αυτών). Η εταιρεία Α εμφανίζεται να πωλεί στην εταιρεία Γ -με έδρα σε χώρα με προνομιακό φορολογικό συντελεστή- και η εταιρεία Γ με τη σειρά της πωλεί στην εταιρεία Β, η οποία ήταν εξαρχής ο τελικός αποδέκτης του προϊόντος. Με τον τρόπο αυτό, η εταιρεία Β έχει συμπιέσει σημαντικά τη φορολογική της επιβάρυνση, αλλά ταυτόχρονα το κράτος χάνει σε έσοδα αντίστοιχου ποσού.

Μέσω των διεθνών τριγωνικών συναλλαγών, δημιουργείται πρόσφορο έδαφος φοροαπαλλαγής και φοροδιαφυγής. «Ύποπτες» θεωρούνταν ανέκαθεν, αλλά ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, οι ενδοομιλικές συναλλαγές (tranfer pricing) καθώς σε αρκετές από αυτές υποκρυπτόταν μεταφορά φορολογητέας ύλης από χώρα σε χώρα (βλ. Βαίτσος 1986).

Ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η πάταξη των τριγωνικών συναλλαγών είναι μέσω επιβολής «προληπτικού φόρου» ύψους 26% για δαπάνες που καταβάλλουν οι ελληνικές επιχειρήσεις σε εταιρείες που είναι «μη συνεργάσιμες φορολογικά» (υπό την έννοια ότι δεν έχουν υπογράψει με την Ελλάδα -και με τουλάχιστον 12 άλλα κράτη- σύμβαση διοικητικής συνδρομής στον φορολογικό τομέα) ή έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς (ο συντελεστής εταιρικού φόρου είναι χαμηλότερος από 13%), καθώς δε θα αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες από τα ακαθάριστα έσοδα έως ότου αποδειχτεί ότι οι συναλλαγές αυτές είναι νόμιμες και όχι εικονικές. Εφόσον, εντός 12 μηνών από τη συναλλαγή, ο φορολογούμενος αποδείξει ότι πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής σε τρέχουσες τιμές αγοράς, θα επιστρέφεται αζημίως για το Δημόσιο ο παρακρατηθείς φόρος 26% στο φορολογούμενο.

Η παραπάνω διαδικασία επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές σε συνολικά 57 διαφορετικές χώρες (με 39 χώρες εκ των προαναφερθέντων πραγματοποιήθηκαν συναλλαγές το 2014), μεταξύ των οποίων εμφανίζονται και ορισμένοι από τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας (οι εισαγωγές από αυτές τις χώρες για το 2014 ανήλθαν περίπου στα €4,5 δις, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 9,3% των συνολικών εισαγωγών). Τέτοιες χώρες αποτελούν η Βουλγαρία (εισαγωγές ύψους 1,5 δις ευρώ - εφαρμόζει φορολογικό συντελεστή 10% στα επιχειρηματικά κέρδη), η Σαουδική Αραβία (εισαγωγές ύψους €1,3 δις - μη συνεργάσιμο φορολογικά κράτος), η Κύπρος (εισαγωγές €392 εκατομ. - εφαρμόζει φόρο νομικών προσώπων 12,5% και ΦΠΑ με 19%), η Ιρλανδία (εισαγωγές €230 εκατομ. - εφαρμόζει φορολογικό συντελεστή 12,5% στα επιχειρηματικά κέρδη) και η ΠΓΔΜ (εισαγωγές €192 εκατομ. - μη συνεργάσιμο κράτος και χώρα με ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς). Άλλες χώρες αποτελούν οι Αλβανία, Μπαχάμες, Νήσοι Μάρσαλ, Λιβερία, Μαλαισία, Ην. Αραβικά Εμιράτα, η Παραγουάη και το Χονγκ Κόνγκ.

Οι αντιδράσεις μετά την ανακοίνωση της διάταξης δεν ήταν λίγες. Ο τρόπος με τον οποίο αναμένεται να επιχειρηθεί ο έλεγχος των συναλλαγών αυτών, φαίνεται ότι θα προκαλέσει σοβαρά γραφειοκρατικά εμπόδια και προβλήματα ρευστότητας σε επιχειρήσεις που συναλλάσσονται νόμιμα με τις συγκεκριμένες χώρες, καθώς θα είναι δύσκολος ο εντοπισμός και ο διαχωρισμός των παράνομων συναλλαγών. Ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι πολλές ελληνικές ναυτιλιακές, εξαγωγικές, εισαγωγικές και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις θα πρέπει να καταβάλλουν παρακρατούμενο φόρο, τα ποσά του οποίου είναι σημαντικά, δεδομένης της φύσης των δαπανών τους (ναύλοι, πρώτες ύλες, καύσιμα, κ.λπ.). Επιπρόσθετα, η απόδειξη της αυθεντικότητας των συναλλαγών είναι μια διαδικασία η οποία μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα χρονοβόρα με αποτέλεσμα πιθανότατα να μεγενθύνει σημαντικά τα προβλήματα της έλλειψης ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις.

Η θέσπιση της προληπτικής φορολογίας ουσιαστικά μετουσιώνει σε αδύνατες τις συναλλαγές που είναι ύποπτες για «τριγωνισμό». Εταιρίες οι οποίες συναλλάσσονται νομίμως με τις εν λόγω χώρες, δεν έχουν την απαραίτητη ρευστότητα ώστε να προκαταβάλουν φόρο 26% και να περιμένουν να τον εισπράξουν πίσω 12 μήνες αργότερα. Άμεση συνέπεια θα είναι να πληγεί η ήδη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων (αύξηση των μεριδίων στην ελληνική αγορά των εταιρειών που έχουν έδρα εκτός Ελλάδος, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα). Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος διακοπής εμπορικών επαφών και δικτύων, αφανισμού επιχειρήσεων και μεταφοράς της έδρας και των logistics επιχειρήσεων σε κράτη τα οποία εξαιρούνται της προκαταβολής φόρου 26%, κάτι που θα οδηγούσε -εκτός από περαιτέρω μείωση της εσωτερικής απασχόλησης- και στην απώλεια των αντίστοιχων φόρων επί των κερδών που θα αποδίδονταν στο ελληνικό δημόσιο.

Οι αντιδράσεις αυτές οδήγησαν σε κάποιες βελτιώσεις στο αρχικό κείμενο της διάταξης: α) Θα υπάρξουν κάποια κριτήρια βάσει των οποίων, όταν προκύπτει αυταπόδεικτα ότι οι συναλλαγές είναι «καθαρές», οι εταιρείες δε θα υποχρεούνται στην προκαταβολή του φόρου 26%, και β) ο χρόνος επιστροφής του φόρου σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι μια συναλλαγή είναι νόμιμη μειώθηκε σε 3 μήνες, από 12 που προβλεπόταν αρχικά.

Φυσικά, οι τριγωνικές συναλλαγές θα πρέπει να διώκονται και να τιμωρούνται καταλλήλως. Το γεγονός όμως ότι υπάρχει αδυναμία σύλληψης των παράνομων αυτών ενεργειών από τους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς δε σημαίνει ότι πρέπει να φθάσουμε στο άλλο άκρο και να επιβάλλεται η καταβολή ενός τόσο υψηλού παρακρατούμενου φόρου σε όλες τις εισαγωγικές επιχειρήσεις. Η ασφυξία ρευστότητας στις επιχειρήσεις ως απόρροια ενός τέτοιου μέτρου, θα έχει ως άμεση συνέπεια τη μείωση των διατεθειμένων εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά και άρα την αυτόματη ανατίμηση των υπαρχόντων εμπορευμάτων, σε βάρος των Ελλήνων καταναλωτών. Επίσης, αναπτύσσεται ένα ολόκληρο πλήθος διατάξεων και ρυθμίσεων υποψηφίων για υψηλά κόστη συναλλαγών. Η διακοπή λειτουργίας και η έξοδος εταιρειών σε χώρες του εξωτερικού μπορεί να αποτελέσουν βασικότερη επιλογή των εταιρειών όσον αφορά στον τόπο της έδρας τους, με σημαντικές συνέπειες στην ελληνική οικονομία.

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.