Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ «ΔΙΑΣΩΣΗΣ»

Την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2010, που «επωάστηκε» το Μνημόνιο, υπήρχε υπαρκτός, αλλά πολύ μικρός κίνδυνος άτακτης πτώχευσης στα δημόσια οικονομικά της χώρας μας για δύο κυρίως λόγους, που σχετίζονται με την παγκόσμια συστημική θέση της Ελλάδας, αλλά και με το μικρό μέγεθος του προβλήματος, που συνιστά το Ελληνικό χρέος εντός μιας μεγάλης νομισματικής ένωσης, όπως η Ευρωζώνη.

Με το Μνημόνιο ελήφθησαν δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις για τη θέση της Ελλάδας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, αποφασίστηκε να διασωθεί η χώρα και οι πιστωτές της, ενώ σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα να αλλάξει το business model της λειτουργίας της Ελληνικής οικονομίας.

Πρόκειται για δύο ξεχωριστούς στόχους, που, όμως, με βάση την πρακτική του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Washington Consensus - Conditionality), η οποία έγινε αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνδέθηκαν ουσιαστικά. Στόχος του προγράμματος, που περιγραφόταν στο αρχικό Μνημόνιο, ήταν η δημιουργία εμπιστοσύνης στην προοπτική της Ελληνικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, να δημιουργηθούν προσδοκίες διάσωσης της οικονομίας και έτσι να ενεργοποιηθούν θετικοί παράγοντες, όπως η αύξηση των καταθέσεων, η αύξηση των εξαγωγών, κλπ, που θα συνέβαλλαν στην τόνωση της αξιοπιστίας της Ελληνικής οικονομίας.

 

Φαίνεται, ωστόσο, πως παράλληλα με τις οικονομικές πολιτικές που περιγράφονταν, αναπτύχθηκε και η επικοινωνιακή διαχείριση της διάσωσης που εμπότισε τα μέλη της πολιτικής τάξης, τα μέσα επικοινωνίας, κλπ. Μιας επικοινωνιακής διαχείρισης, που στηρίζεται στο απλοϊκό δίπολο «καταστροφή-διάσωση», που σημαίνει πως, για να αποφευχθεί η απόλυτη καταστροφή, απαιτείται μια πολιτική διάσωσης. Με βάση αυτό το δίπολο, κάθε απόφαση δικαιολογείται για λόγους σωτηρίας της χώρας και συντελεί στην αποφυγή μιας ολοκληρωτικής καταστροφής.

Τίθεται, επομένως, το ερώτημα «γιατί αναπτύχθηκε και ακολουθήθηκε αυτή η επικοινωνιακή πολιτική;». Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν έξι λόγοι, τους οποίους θα προσπαθήσω να περιγράψω συνοπτικά στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος. Ο πρώτος αφορά το γεγονός πως υπήρξε κυρίως από την Αριστερά μία «άρνηση» της σπουδαιότητας της πτώχευσης. Η άρνηση αυτή στηρίχτηκε είτε σε επιχειρήματα, που υποτιμούσαν τις επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης πτώχευσης, είτε θεωρούσαν πως πρόκειται για μπλόφα των δανειστών μας.

Από την άλλη πλευρά, υπήρξε και από το χώρο της Δεξιάς  μία άρνηση συμμετοχής στη διαχείριση των ευθυνών. Άρνηση η οποία θεμελιώνεται στο επιχείρημα πως οι όποιες ευθύνες θα πρέπει να αναληφθούν αποκλειστικά από την κυβέρνηση.

Ο τρίτος λόγος αφορά την ίδια την κυβερνώσα παράταξη, στην οποία διαμορφώθηκε η πεποίθηση πως υπάρχει ένα πολιτικό σημείο ισορροπίας. Όσο υπάρχει ο κίνδυνος πτώχευσης, διατηρείται η στήριξη -είτε εξωτερική είτε εσωτερική- στην παρούσα διαχείριση. Επομένως, μια διπολική επικοινωνιακή διαχείριση βοηθάει στην κατασκευή και διατήρηση αυτού του σημείου ισορροπίας.

Επίσης, η χρήση της επικοινωνιακής πολιτικής, διευκόλυνε την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας, αφού δεν έγιναν νέες εκλογές με βάση τις απαιτήσεις του Μνημονίου και έτσι «αποκρύφτηκε» η έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης. Άλλωστε, νομίζω πως αποτελεί κοινή πεποίθηση πως κανένα κόμμα δε θα μπορούσε να επιτύχει τη νομιμοποίηση μιας παρόμοιας πλατφόρμας μέτρων.

Ακόμη, η ακολουθούμενη επικοινωνιακή πολιτική βοηθάει και σε προσωπικό επίπεδο τους διαχειριστές της κρίσης, καθώς βρίσκονται σε πολύ μεγάλη προσωπική ψυχολογική πίεση από την κοινωνία, λόγω της αντιδημοφιλίας των μέτρων που υιοθετούνται και χρειάζονται μια ιδεολογική πλατφόρμα που να αιτιολογεί τη διαχείρισή της.

Τέλος, στην επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης συνέβαλλε και ο τρόπος με τον οποίο οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζουν την Ελληνική κυβέρνηση. Το γεγονός πως συχνά μας κουνούν το δάκτυλο, δείχνοντας προς την πτώχευση -στο πλαίσιο της διαπραγματευτικής στρατηγικής τους- συντηρεί και ενισχύει το δίπολο: σωτηρία ή καταστροφή.

Θα πρέπει, όμως, να δούμε και τις πολύ σοβαρές αρνητικές συνέπειες που προκύπτουν από την ακολουθούμενη επικοινωνιακή πολιτική. Νομίζω πως αυτές οριοθετούνται στα εξής:

α) Η επικοινωνιακή πλατφόρμα ήρθε και ακούμπησε στην ιστορική μνήμη τριών πτωχεύσεων και πολλών υποτιμήσεων. Διόγκωσε το φόβο και την αβεβαιότητα, άρα και την εμπιστοσύνη στο πρόγραμμα διάσωσης με όλες τις συνέπειες, κυρίως σε όρους ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας (αποχή από την κατανάλωση, αύξηση αποταμιεύσεων). Αυτή είναι μία εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση από την οποία φαίνεται ότι δεν μπορούμε να βγούμε, κυρίως διότι καλλιεργείται συνεχώς.

β) Διαμορφώνεται μία συνεχής προσδοκία βελτίωσης των εξωτερικών συνθηκών, για να επιλυθεί το πρόβλημα και με τον τρόπο αυτό μετατίθεται συνεχώς για το μέλλον η εφαρμογή πολιτικών που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά το πρόβλημα.

Έτσι, ουσιαστικά, η επιλογή της επικοινωνιακής πλατφόρμας για το χειρισμό της κρίσης έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τις πραγματικές απαιτήσεις της ίδιας της διάσωσης. Το αποτέλεσμα είναι η συνεχής λήψη νέων μέτρων, αλλά και η διαρκής αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητάς τους. Η άποψή μου είναι πως θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν να ξανασκεφτούμε τη σημασία, τους όρους και τις προϋποθέσεις αυτής της επικοινωνιακής πολιτικής, καθώς διαφορετικά κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε ένα φαύλο κύκλο και να χαθεί η προοπτική εξόδου της πραγματικής οικονομίας και της χώρας από το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα.

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.