ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΛΠΙΔΕΣ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ;

Από πού θα προέλθει η νέα ανάπτυξη στην Ελληνική οικονομία υπό τις παρούσες συνθήκες; Το γεγονός ότι η Ελληνική οικονομική πολιτική βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς περιορισμού του δημοσιοοικονομικού ελλείμματος και στη συνέχεια δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος (δημόσια έσοδα μεγαλύτερα από δημόσιες δαπάνες, πριν την πληρωμή των τόκων του δημόσιου χρέους) αφήνει περιθώρια και ελπίδες για μία θετική αναπτυξιακή προοπτική; Τι θα έπρεπε, δηλαδή, να γίνει για να αρχίσει η οικονομία να απασχολεί έστω και λίγο περισσότερους εργαζομένους και περισσότερο κεφάλαιο από όσο σήμερα (αυτό είναι μεγέθυνση που χρησιμοποιεί περισσότερους εργαζομένους ή/και κεφάλαιο) ή για να αρχίσει η οικονομία να παράγει περισσότερο προϊόν με βάση τη βελτίωση της παραγωγικότητας (αυτή είναι μεγέθυνση που στηρίζεται στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της οικονομίας);

Η νέα ανάπτυξη μπορεί να προέλθει από δύο κατευθύνσεις: Σε μεσοχρόνιο επίπεδο, μέσω της αύξησης ενεργούς ζήτησης. Η ζήτηση μπορεί να προέλθει από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα. Σε ευρύτερο χρονικό ορίζοντα, μέσω της διαμόρφωσης προϋποθέσεων μεσομακροπρόθεσμης μεγέθυνσης.

Στο μεσοχρόνιο ορίζοντα (1-5 χρόνια) θα πρέπει να αυξηθεί η ζήτηση για τα προϊόντα που παράγονται από την υπάρχουσα παραγωγική δομή (εργασία και κεφαλαίο), οπότε θα υπάρξει ζήτηση για προϊόντα (και υπηρεσίες) που δεν παράγονται μέχρι σήμερα, είτε επειδή μπορεί να τα παράγει η υπάρχουσα υποδομή αλλά δεν ζητούνται σήμερα, είτε, αφού εξαντληθεί η υπάρχουσα υποδομή, δεν φθάνει για να εξυπηρετήσει την παραπάνω ζήτηση και θα χρειαστούν νέες επενδύσεις. Τέλος, μπορεί να χρειάζεται εντελώς καινούργια παραγωγική δομή που θα παράγει εντελώς νέα προϊόντα. Σημειωτέον ότι οι καινούργιες επενδύσεις από μόνες τους δημιουργούν και νέα ζήτηση.

 Από πού θα προέλθει η έναρξη της νέας ανάπτυξης

Αύξηση της ζήτησης από την υπάρχουσα παραγωγική δομή 

Αύξηση της αποτελεσματικότητας της υπάρχουσας παραγωγικής δομής

 Ζήτηση για νέα προϊόντα και παραγωγικές δραστηριότητες

Σήμερα η Ελληνική οικονομία λειτουργεί υπό συνθήκες αργούσας παραγωγικής δυναμικότητας. Με άλλα λόγια, μεγάλα κομμάτια του εργατικού της δυναμικού δεν απασχολούνται παραγωγικά, διότι είναι άνεργοι, συνταξιούχοι ή διότι η απασχόληση του παραγωγικού της δυναμικού είναι χαμηλή λόγω της ύφεσης (χαμηλή ζήτηση).

Πίνακας 1. Ο βαθμός απασχόλησης της οικονομίας (2010).

 

Ποσοστό απασχόλησης πληθυσμού 15-64

Χρήση της παραγωγικής ικανότητας στον κατασκευαστικό κλάδο

Αυστρία

72,3

84,5

Βέλγιο

62,7

80,1

Γαλλία

63,7

79,4

Γερμανία

71,7

83,8

Δανία

72,9

78

Ελλάδα

58,3

67,8

Ην. Βασίλειο

69,7

78,7

Ισπανία

58,4

72,7

Ιταλία

57,0

71,3

Λουξεμβούργο

65,3

80

Ολλανδία

74,9

80,6

Πορτογαλία

65,2

76

Ρουμανία

57,9

77,2

Σλοβενία

65,7

79,6

Σουηδία

72,9

83,4

Πηγή: ΟΟΣΑ.

Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι η δημιουργία νέων επενδύσεων για την παραγωγή νέων προϊόντων απαιτεί κάποιο χρόνο ωρίμανσης (για να οργανωθεί η προσφορά των νέων προϊόντων και να εμφανιστεί η ζήτηση των νέων προϊόντων), προς το παρόν το μόνο που μπορεί να συμβεί άμεσα είναι να αυξηθεί η ζήτηση από την υπάρχουσα παραγωγική ικανότητα.

Σήμερα, όμως, στην Ελληνική οικονομία όχι μόνο δεν ακολουθείται μια οικονομική πολιτική που θα μπορούσε να αυξήσει τη ζήτηση, αλλά αντιθέτως: α) λόγω περιορισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος, με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα θα αφαιρεθούν ακόμα μεγαλύτερα κομμάτια ζήτησης (!), και β) λόγω αδυναμίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος να επιτελέσει το ρόλο του ως χρηματοπιστωτικός διαμεσολαβητής, ασκούνται περιοριστικές επιδράσεις (!) στη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα. Με άλλα λόγια, μέσω του περιορισμού της δημόσιας κατανάλωσης (μισθοί κ.λπ.) και των δημόσιων επενδύσεων και μέσω των συνθηκών πιστωτικού περιορισμού ασκούνται περιοριστικές συνθήκες στην ιδιωτική ζήτηση.

Υπό αυτές τις συνθήκες και εντός του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου οι άμεσες δυνατότητες για αύξηση της συνολικής ζήτησης δεν μπορεί παρά να είναι οι ακόλουθες:

α) Να αυξηθούν οι εξαγωγές περισσότερο από τις εισαγωγές.

β) Να αυξηθούν οι μεταβιβαστικές πληρωμές από το ΕΣΠΑ χωρίς σημαντικές απαιτήσεις δημόσιας συμμετοχής.

γ) Να εισρεύσουν δημόσιες δανειακές εισροές ειδικού σκοπού, π.χ. μέσω κάποιων Ευρωπαϊκών Ομόλογων, των οποίων το προϊόν στοχεύει στην κατασκευή συγκεκριμένων έργων με ειδικές συνθήκες ιδιοκτησιακού καθεστώτος.

δ) Να εισρεύσουν κεφάλαια από αποκρατικοποιήσεις, που, όμως, θα διοχετευθούν στην οικονομία. Το να διοχετευθούν τα κεφάλαια αυτά στο δημόσιο χρέος και μέσω αυτής της διασύνδεσης να αυξηθεί η δανειοληπτική ικανότητα της οικονομίας είναι επίσης ενδιαφέρον.

ε) Να οργανωθεί εκ νέου το χρηματοπιστωτικό σύστημα έτσι, ώστε να επιστρέψουν οι θετικοί ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης για να χρηματοδοτηθεί η επανεκκίνηση της οικονομίας.

στ) Για την επανεκκίνηση της ζήτησης, το σημείωμα αυτό δεν εξετάζει τη δυνατότητα μείωσης των φορολογικών συντελεστών, παρόλο που το μέτρο αυτό προτείνεται εντόνως από την αντιπολίτευση.

Δεν το εξετάζουμε για δύο λόγους:

i) Διότι φαίνεται να βρίσκεται εκτός Μεσοπρόθεσμου Σχεδιασμού, άρα απαιτείται επαναδιαπραγμάτευσή του, και

ii) διότι απαιτεί προσεκτικότερη ανάλυση που θα γίνει σε ειδικό σημείωμα.

Ο αναγνώστης μπορεί να προσέξει για τα παραπάνω σημεία (α) έως (ε) ότι:

α) Οι Ελληνικές εξαγωγές το 2011 αυξήθηκαν και θα αυξηθούν, ως αποτέλεσμα της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης και της αναταραχής στη Μέση Ανατολή.

β) Γίνονται κινήσεις για τη μείωση της δημόσιας συμμετοχής και την ενεργοποίηση του ΕΣΠΑ.

γ) Γίνονται κάποιες συζητήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά είμαστε πολύ μακριά από το να υλοποιηθεί μια παρόμοια προοπτική.

δ) Είμαστε αρκετά μακριά και από την υλοποίηση του στόχου αυτού, αλλά ακόμα μακρύτερα από την προοπτική θετικής αξιοποίησης του προϊόντος του.

ε) Η εκ νέου οργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αργοπορεί αδικαιολόγητα.

Τελικά, όμως, διαπιστώνουμε ότι η οικονομική πολιτική που ακολουθείται σήμερα στην Ελληνική οικονομία, για λόγους μη κατανοητούς από εμάς, δεν έχει οργανώσει συστηματικά το ζήτημα της επανεκκίνησης της οικονομίας. Αναρωτιόμαστε, μήπως έχουν πεισθεί οι διοικούντες ότι η δημοσιονομική προσαρμογή, αυτή καθεαυτή, είναι σε θέση να δημιουργήσει ανάπτυξη!

Μέχρι τώρα, διαπιστώσαμε ότι η άμεση παρέμβαση για την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας διέρχεται μέσω της εκ νέου ενεργοποίησης της ζήτησης στην οικονομία. Πολύ σημαντικές όμως είναι οι μεσομακροπρόθεσμες πηγές ανάπτυξης, που αφορούν την παρούσα και όλες τις επόμενες γενιές της Ελληνικής οικονομίας.

Έτσι, η αναζήτηση και η συμφωνία για τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής (βραχυχρόνιας) οικονομικής διοίκησης ενός λαού.

Οι μεσομακροπρόθεσμες, λοιπόν, νέες πηγές μεγέθυνσης μπορούν να διακριθούν (Πίνακας 2) ανάλογα με το εάν αναφέρονται στη συσσώρευση κεφαλαίου, στο συντελεστή εργασία ή -τέλος- στη βελτίωση της παραγωγικότητας του οικονομικού συστήματος. Σημειωτέον ότι κάποιες μακροπρόθεσμες πηγές ανάπτυξης μπορούν να συναντώνται και στο μεσοχρόνιο διάστημα.

Πίνακας 2. Οι νέες μακροπρόθεσμες πηγές μεγέθυνσης.

Κεφάλαιο

Εργασία

Βελτίωση παραγωγικότητας του οικονομικού συστήματος

Ίδια κεφάλαια

Δανειακά

Πλεονάσματα ισοζυγίου πληρωμών, αύξηση εξαγωγών.

Αύξηση αποταμιεύσεων.

Μεταβιβαστικές πληρωμές.

Αναδιοργάνωση φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος. Αύξηση αναγκαστικής αποταμίευσης.

Νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές.

Αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας.

 

Νέες δημόσιες δανειακές εισροές ειδικού σκοπού.

Νέες ιδιωτικές δανειακές εισροές.

 

Αύξηση πληθυσμού και απασχόλησης.

 

Απόδοση επιχειρηματικού και κοινωνικού κεφαλαίου.

Πολιτική ανακατανομής πλούτου και δύναμης προς παραγωγικές δραστηριότητες.

Απόδοση επενδύσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Απόδοση επενδύσεων στην ανάπτυξη και την εισαγωγή τεχνολογίας.

Απόδοση παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας.

Απόδοση παρεμβάσεων στην αγορά προϊόντων.

Ανάπτυξη νέας καινοτομίας.

Απόδοση επενδύσεων από τη μεταβολή του πολιτισμικού υπόβαθρου.

Το αποτέλεσμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ταυτίζεται με τη διαφορά εθνικών αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Συνεπώς, οι χώρες με θετικό αποτέλεσμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διαθέτουν θετικό ισοζύγιο αποταμιεύσεων-επενδύσεων και το αντίθετο ισχύει για τις χώρες με αρνητικό εξωτερικό ισοζύγιο. Η χαμηλή ροπή προς αποταμίευση για μια χώρα υποδηλώνει ότι απαιτείται άντληση κεφαλαίων από το εξωτερικό για να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της. Για να αυξηθούν, όμως, οι αποταμιεύσεις χρειάζεται εισόδημα και εμπιστοσύνη στο μέλλον!

Όσον αφορά στο ζήτημα των μεταβιβαστικών πληρωμών, πρόκειται, ουσιαστικά, για τις εισροές μέσω των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών Ταμείων. Οι μεταβιβαστικές πληρωμές αφορούν επιδόματα ανεργίας, επιδόματα αναπηρίας, προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, συντάξεις κλπ.

Μία αναπτυξιακή αναδιοργάνωση του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος στην Ελληνική οικονομία πρέπει να έχει ορισμένες απλές κατευθύνσεις: α) να βελτιώνει τη διάθεση για προσφορά εργασίας χωρίς να δημιουργεί τις προσδοκίες διεύρυνσης της παράλληλης οικονομίας, β) να διαθέτει τελικούς επιχειρηματικούς φορολογικούς (και ασφαλιστικούς) συντελεστές, οι οποίοι θα είναι ανταγωνιστικοί σε διεθνές και διακλαδικό επίπεδο, και γ) να διευρύνει τις δυνατότητες αύξησης της φορολογητέας βάσης. Επιπλέον, θα πρέπει να προωθείται η αναγκαστική αποταμίευση των κοινωνικά και οικονομικά δρώντων, καθώς η αύξηση των αποταμιεύσεων βοηθά στη δημιουργία πλεονασμάτων στο ισοζύγιο αποταμιεύσεων-επενδύσεων.

Στις νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές εντάσσουμε κυρίως: α) την υποκατάσταση παραδοσιακών ενεργειακών εισροών με αντίστοιχες που είναι διαθέσιμες στην Ελληνική οικονομία (ανανεώσιμες), και β) την εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της Ελληνικής επικράτειας. Η ανάπτυξη των νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών θα πρέπει να έλθει κατά το δυνατό νωρίτερα.

Η λεγόμενη δημόσια περιουσία αποτελείται κυρίως από την ακίνητη περιουσία, την κινητή περιουσία και την αξία που δίνει το κράτος με την παρουσία του σε ορισμένες ενέργειες, όπως είναι οι αδειοδοτήσεις οικονομικής λειτουργίας. Η αξιοποίηση της περιουσίας του δημοσίου σε βάθος χρόνου θα μπορούσε να αποδώσει σημαντικά κεφάλαια. Αυτή η οπτική γωνία, δηλαδή η διαμόρφωση ενός αποθεματικού μόχλευσης, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αναπτυξιακή πολιτική.

Τις νέες δημόσιες δανειακές εισροές ειδικού σκοπού τις συνδέουμε με το ζήτημα που αφορά τη χρήση του Ευρωπαϊκού Ομοσπονδιακού Ομολόγου, το οποίο αντιμετωπίζεται ως μέσο κινητοποίησης πόρων, που αντικατοπτρίζουν την ευρύτερη Ευρωπαϊκή παρουσία για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε περιοχές της Ευρώπης με μικρότερη πιστωτική αξιοπιστία. Τέτοιου είδους νέα χρηματοδοτικά εργαλεία είναι απαραίτητα για τη διαμόρφωση της ενιαίας Ευρώπης, η ακριβής τους όμως φύση παραμένει ανοικτό ζήτημα.

Οι νέες ιδιωτικές δανειακές δυνατότητες αφορούν τη δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα να αυξήσει τα ποσοστά χρέους του σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα και, αν αυτό συνέβαινε, δεν θα προσέκρουε στους βαθμούς χρέωσης του δημοσίου. Η διεθνής πρακτική, κατά τη διάρκεια της κρίσης, έδειξε ότι αυτή η μεταβλητή δεν αποτελεί στόχο των διεθνών αγορών. Βεβαίως, οι συνθήκες εθνικής υπερχρέωσης επηρεάζουν το κόστος του ιδιωτικοοικονομικού δανεισμού.

Η εξέλιξη του πληθυσμού και, φυσικά, η αύξηση της απασχόλησης είναι κρίσιμες μεσομακροπρόθεσμες προϋποθέσεις ανάπτυξης. Ιδίως τώρα που βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μεταναστευτικό κύμα Ελλήνων προς το εξωτερικό. Βεβαίως, το ζήτημα της ενίσχυσης της γεννητικότητας είναι πάρα πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί, ιδιαίτερα υπό συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας. Το ζήτημα, όμως, της διαθεσιμότητας του εργατικού δυναμικού είναι πολύ διαφορετικό και εξαρτάται από τη φορολογική και την ασφαλιστική πολιτική, καθώς και τις πολιτικές επανεκπαίδευσης του προσωπικού και, βεβαίως, τη μεταναστευτική πολιτική.

Η δημιουργία και η συσσώρευση επιχειρηματικού και κοινωνικού κεφαλαίου αφορούν τη διαμόρφωση προϋποθέσεων δημιουργίας νέων επιχειρήσεων και υψηλών επιπέδων εμπιστοσύνης (κοινωνικό κεφάλαιο). Πρόκειται για διαδικασία εξαιρετικά επίπονη που εκτείνεται σε όλο το μακροχρόνιο ορίζοντα. Η αποτελεσματικότητα της συσσώρευσης του επιχειρηματικού και κοινωνικού κεφαλαίου είναι συνάρτηση της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων στο χώρο της παιδείας και της καινοτομίας.

Επιπλέον, σημαντικός αναμένεται και ο ρόλος της πολιτικής ανακατανομής του πλούτου και της δύναμης ως πηγών μεγέθυνσης. Διάφορες συγκεντρώσεις δύναμης αποσπούν πλούτο από την κοινωνία, διαμορφώνοντας την κατανομή πλεονάσματος από αυτούς που την παράγουν (άρα και ενδεχομένως επανεπενδύουν) προς αυτές οι οποίες έχουν κοινωνική και πολιτική δύναμη, αλλά δεν αποτελεί κυρίως στόχο τους η επένδυση και η μεγέθυνση.

Στο μακροπρόθεσμο ορίζοντα τοποθετούνται και οι παρεμβάσεις στους χώρους της παιδείας, της καινοτομίας και της εισαγωγής νέων τεχνολογιών. Αποτελούν τους τομείς με τις πλέον υποσχόμενες αποδόσεις στο μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ουσιαστικά, η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της βελτίωσης του ανθρώπινου δυναμικού και της εισαγωγής και της ανάπτυξης νέας καινοτομίας και τεχνολογίας. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από μακροχρόνια αποτελεσματικότητα, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις πως η αποτελεσματικότητά τους είναι ιδιαίτερα υψηλή, συγκριτικά με τις υπόλοιπες διαρθρωτικές παρεμβάσεις.

Τέλος, οι παρεμβάσεις στο πολιτισμικό υπόβαθρο χαρακτηρίζονται από την εξαιρετικά αργή απόδοση της αποτελεσματικότητάς τους. Τα σημαντικότερα σημεία, στα οποία θα πρέπει να εστιάζουν οι παρεμβάσεις αυτές, αφορούν τα παρακάτω βασικά ζητήματα του πολιτισμικού υπόβαθρου: α) συλλογικότητα και ιδιωτικότητα, β) προσανατολισμός στο παρόν και όχι στο μέλλον, και γ) διαχείριση της αβεβαιότητας και του κινδύνου. Επιπλέον, η οργανωσιακή δομή και η κουλτούρα του εκπαιδευτικού συστήματος επηρεάζουν καταλυτικά το πολιτισμικό υπόβαθρο ως πνευματική καλλιέργεια και αξίες και κατ’ επέκταση έχουν καθοριστικό ρόλο στο βαθμό ανάπτυξης και μεγέθυνσης μιας κοινωνίας.

Από τη σύντομη, όμως, παράθεσή τους διαπιστώνουμε ότι οι μεσομακροπρόθεσμες πηγές ανάπτυξης, που θα καθορίσουν την πορεία της χώρας, είναι εξαιρετικά απαιτητικές αναφορικά με την προοπτική ενεργοποίησής τους. Έτσι κι αλλιώς, μια οικονομία χωρίς μακροπρόθεσμες προοπτικές είναι οικονομία χωρίς προοπτική. Ουσιαστικά, μια κοινωνία και οικονομία χωρίς ελπίδες μεσομακροπρόθεσμης αναπτυξιακής προοπτικής, δεν μπορούν να οργανωθούν ορθολογικά (με οικονομικά αποτελεσματικό τρόπο) ούτε στο βραχυχρόνιο ορίζοντα.

Συμπερασματικά, απαιτείται μια εξαιρετική ενεργοποίηση της οικονομικής πολιτικής και προς την κατεύθυνση του μεσοχρόνιου ορίζοντα και του μακροχρόνιου ορίζοντα, ώστε μαζί με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Σταθεροποίησης να σχεδιαστεί ένα ολοκληρωμένο Πενταετές Αναπτυξιακό Πρόγραμμα για την οικονομία. Αν μπορούμε να σχεδιάζουμε Προγράμματα Σταθεροποίησης, μπορούμε να σχεδιάζουμε και τα Προγράμματα Ανάπτυξης.

* Κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο InDeep Analysis εκφράζει και βαραίνει αποκλειστικά τον συντάκτη του. Οι αναλύσεις που δημοσιεύονται δεν συνιστούν συμβουλές για οποιουδήποτε είδους δραστηριότητα. Το InDeep Analysis δεν δεσμεύεται από τις πληροφορίες, τις απόψεις και τις αναλύσεις που δημοσιεύονται στην ψηφιακή πλατφόρμα του, και δεν φέρει απολύτως καμία ευθύνη για αυτές.