Αποτελέσματα νέας έρευνας στο ναυάγιο των Αντικυθήρων

Η αποστολή του 2024 στο ναυάγιο των Αντικυθήρων πραγματοποιήθηκε μεταξύ 17 Μαΐου και 20 Ιουνίου, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος 2021-2025 που υλοποιείται από την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα και εποπτεύεται από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.

Για πρώτη φορά από την ανακάλυψή του από τους Συμιακούς σφουγγαράδες το 1900, η συστηματική επιστημονική προσέγγιση που πραγματοποιήθηκε από τη διεθνή ερευνητική ομάδα με επικεφαλής την Δρ Αγγελική Γ. Σίμωσι (Eπίτιμη Διευθύντρια Αρχαιοτήτων ΥΠΠΟΑ) και τον Καθηγητή Αρχαιολογίας Lorenz Baumer (Πανεπιστήμιο της Γενεύης) στοχεύει στην καλύτερη κατανόηση του τόπου του περίφημου ναυαγίου, και στην επανεξέταση ενός από τα πλουσιότερα φορτία πλοίων της αρχαιότητας.

Μια εξειδικευμένη μεθοδολογία επανδρωμένης υποβρύχιας επιφανειακής έρευνας εφαρμόστηκε στην πλήρη έκταση της περιοχής του ναυαγίου, που εκτείνεται σε δύο διακριτές τοποθεσίες συγκεντρώσεως ευρημάτων με μεταξύ τους απόσταση 200 μέτρα (Περιοχές «Α» και «Β»). Στόχος ήταν να εντοπιστούν, να αναγνωριστούν και να τεκμηριωθούν με λεπτομέρεια τα υπολείμματα της χρηστικής κεραμικής και των αγγείων που εξυπηρετούσαν μεταφορικούς ή αποθηκευτικούς σκοπούς. Επιλεγμένα αντιπροσωπευτικά δείγματα ανακτήθηκαν για περαιτέρω μελέτη. Η χρήση νεοαποκτηθέντων συσκευών κατάδυσης μικτών αερίων κλειστού κυκλώματος συνέβαλαν σημαντικά στην αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των διαδικασιών κατάδυσης.

Εφαρμόστηκε νέα μέθοδος υποβρύχιας ανασκαφής περιορισμένης παρέμβασης, που αποδίδει τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα. Ανασκάφηκαν επιλεγμένες ζώνες εμβαδού 2x2μ. και συλλέχθηκαν όλα τα εξαγόμενα ιζήματα, τα οποία μελετήθηκαν προκαταρκτικά σε ειδικό μικρογεωαρχαιολογικό εργαστήριο που είχε εγκατασταθεί στο πεδίο, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό ακριβείς στρωματογραφικές παρατηρήσεις, και υπογραμμίζοντας την πολυπλοκότητα της τοποθεσίας και τις διαφορετικές διαδικασίες σχηματισμού του αρχαιολογικού χώρου μεταξύ των Περιοχών «Α» και «Β». Επιπλέον, η ανάλυση φυτόλιθων και η ταυτοποίηση διάφορων ρητινών και υλικών καλαφατίσματος παρείχε κρίσιμες νέες πληροφορίες για το πλοίο και το φορτίο του, ενώ η λεπτομερής ανάλυση της κεραμικής συνέβαλε στην πληρέστερη κατανόηση της εικόνας της διασποράς του ναυαγίου. Τέλος, η ερευνητική ομάδα είχε στη διάθεσή της τα αποτελέσματα των εργαστηριακών αναλύσεων που προέκυψαν μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφικής περιόδου του 2023, όπως υπολειμμάτων οστών και μολύβδου, τα οποία συνέβαλαν στην λεπτομερή καθοδήγηση των νέων ανασκαφικών πρακτικών.

Το πιο σημαντικό εύρημα του 2024 είναι ένα δομικό μέρος του κύτους του πλοίου που συνδυάζει σημαντικά ναυπηγικά χαρακτηριστικά για τα οποία μέχρι τώρα υπήρχαν μόνο υποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε ένα τμήμα των υφάλων του πλοίου, συμπεριλαμβανομένου μικρού αριθμού συνδεδεμένων ξύλινων σανίδων που σχηματίζουν το εξωτερικό περίβλημα (πέτσωμα) με εγκάρσιες ενισχύσεις (νομείς) στερεωμένες στην αρχική τους θέση, τα οποία συνδέονται με τρόπο που δηλώνει τη μεθοδολογία κατασκευής «πρώτα το κέλυφος» (shell first) με τους αρχικούς συνδέσμους (χάλκινους ήλους) και την εξωτερική προστατευτική μολύβδινη επίστρωση να σώζονται σε άριστη κατάσταση. Χάρη σε αυτό το εύρημα, η ακριβής θέση στον βυθό και ο προσανατολισμός του αρχαίου πλοίου είναι πλέον γνωστά.

Τα αποτελέσματα της έρευνας πεδίου του 2024 επιβεβαιώνουν την αφθονία των Κώων αμφορέων στον χώρο του ναυαγίου, καθώς και την ύπαρξη Ροδιακών και Εφεσιανών αμφορέων. Οι αμφορείς Lamboglia 2, ωστόσο, αποδείχτηκαν πολύ περισσότεροι από ό,τι αναμενόταν και διαχωρίζονται τυπολογικά σε τρείς επιμέρους κατηγορίες. Ενώ οι γνωστοί τύποι απαντώνται και στις δύο περιοχές Α και Β, η έρευνα της Περιοχής Β αποκάλυψε την παρουσία τύπων που δεν μαρτυρούνται μέχρι τώρα στην Περιοχή Α: αμφορείς από τη Χίο και ροδιακό αμφορέα με στριφτές λαβές.

Χάρη στο εργαστήριο μικρο-γεωαρχαιολογίας πεδίου συμπληρώθηκε η οπτική και μικροσκοπική ανάλυση των κεραμικών σωμάτων των αμφορέων που με ανάλυση των συστατικών τους. Φάνηκε επίσης ότι τα σκουρόχρωμα υπολείμματα που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό ορισμένων αμφορέων είχαν ως βάση τη μαστίχα, η οποία χρησιμοποιούνταν ως επίστρωση για την στεγανοποίηση αγγείων.

Άλλα κεραμικά αγγεία ανακαλύφθηκαν φέτος περιλαμβάνουν μια λάγυνο και έναν σκύφο με δύο λαβές (δίωτος), που έχουν ήδη καταγραφεί από προηγούμενες ανασκαφές, καθώς και μη επιβεβαιωμένες μέχρι τώρα μορφές επιτραπέζιας κεραμικής που βρέθηκαν στη Περιοχή «Β».

 

Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού